Του Τ. Αλεξανδρόπουλου
Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 1922. Η ημέρα της απολογίας του Δημητρίου Γούναρη, ο οποίος όμως είναι άρρωστος και δεν μπορεί να απολογηθεί αυτοπροσώπως, παρ’ ότι το ζήτησε από τους γιατρούς, οι οποίοι δεν του το επέτρεψαν. Έτσι, την απολογία του θα διαβάσει ο γραμματέας του Στρατοδικείου.
Ο Δημήτριος Γούναρης, ο κορυφαίος των κατηγορουμένων στη «δίκη των έξι», γεννήθηκε στην Πάτρα και από το 1906 εκλεγόταν κατ’ επανάληψη βουλευτής Αχαΐας. Το 1908 διετέλεσε υπουργός Οικονομικών. Το 1915 διετέλεσε πρωθυπουργός, όπως και το 1921. Υπήρξε συνιδρυτής του Λαϊκού Κόμματος μαζί με τον επίσης κατηγορούμενο Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη.
Ο Γούναρης ήταν δεινός ρήτορας. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος τον είχε χαρακτηρίσει ως κατάλληλο για καθηγητή του Πανεπιστημίου ή ακαδημαϊκό, παρ’ ότι τον θεωρούσε ως τον βασικό ένοχο για τη Μικρασιατική καταστροφή. Ήταν επόμενο λοιπόν η ανάγνωση της απολογίας του Γούναρη από τον γραμματέα του Στρατοδικείου, να αδικήσει και την ουσία και το ύφος της απολογίας. Το κείμενο ήταν γραμμένο σε άπταιστα και κατανοητά ελληνικά, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορούσε να αναπληρώσει τη φυσική παρουσία του κατηγορούμενου.
Στην απολογία του, ο Δημήτριος Γούναρης προσπαθεί να αντικρούσει μία προς μία τις κατηγορίες που τον βαραίνουν. Λέει ότι στην υπ’ αυτόν κυβέρνηση όλοι κατέβαλαν κάθε προσπάθεια για να φέρουν σε αίσιο πέρας την μικρασιατική εκστρατεία. Λέει ότι ο στρατός στη Μικρά Ασία αυξήθηκε από 80-90.000 σε 220.000, ενώ αναφέρει ότι «και τα προς στρατιωτικήν δράσιν απαιτούμενα πολεμικά εφόδια πλουσίως επρομηθεύσαμεν και πάντα τα προς συντήρησιν αυτού καθ’ όλον το διάστημα μετ’ αφθονίας παρέσχομεν».
Την μικρασιατική καταστροφή τη χαρακτηρίζει ως «επελθόν εν Μ. Ασία στρατιωτικόν ατύχημα» για το οποίο δεν έχουν καμία ευθύνη. «…δεν εγένετο δυνατόν να στεφθεί υπό επιτυχίας η Μικρασιατική επιχείρησις, εις ην όχι ημείς, αλλ’ η προκάτοχος ημών κυβέρνησις είχεν αποδυθή υπό περιστάσεις ων η ελαττωματικότης δεν βαρύνει ημάς, αλλ’ αυτήν».
Αποκρούει την ελληνικότητα του εδάφους που κατέλαβαν οι Τούρκοι, αφού «ούτε δικαίω ούτε πράγματι αληθεύει τοιούτος ισχυρισμός». Και αυτό γιατί, όπως λέει, η Συνθήκη των Σεβρών ουδέποτε επικυρώθηκε από τις δυνάμεις που την υπέγραψαν, ούτε καν από την Ελλάδα… «Αλλ’ ούτε και πράγματι ήτο μέρος της Ελληνικής Επικρατείας το έδαφος τούτο».
Αναφέρεται στα γνωστά πλέον γεγονότα από την ημέρα που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη ο ελληνικός στρατός, επικαλείται την καθημερινά αυξανόμενη κεμαλική αντίσταση προκειμένου να μην εφαρμοστεί η Συνθήκη των Σεβρών, επικαλείται τον πόλεμο που έπρεπε να κερδίσει η Ελλάδα προκειμένου να καταφέρει να προσαρτήσει το κομμάτι της Μικράς Ασίας καταλήγοντας στην επιθυμητή αυτονομία του.
Αρνείται κατηγορηματικά ότι οι Σύμμαχοι ανέλαβαν οποιαδήποτε υποχρέωση απέναντι στην Ελλάδα και επιπλέον «εις ουδεμίαν προέβησαν δήλωσιν προς την Ελλάδα ότι καθιστώσι κοινόν αυτών πολεμικόν σκοπόν οιονδήποτε εκ των εθνικών σκοπών της Ελλάδος. Και όταν ακόμη επήλθεν η μετά της Τουρκίας ανακωχή, ουδαμώς ελήφθησαν υπόψιν οι εθνικοί σκοποί της Ελλάδος, ίνα κανονισθώσι τα της ανακωχής κατά τρόπον εξασφαλίζοντα την πραγμάτωσιν των εθνικών σκοπών δια της εξασφαλίσεως της ανικανότητος της Τουρκίας ν’ αντεπεξέλθη κατ’ αυτών».
Προσπαθεί ο Γούναρης να μην τα βάλει ευθέως με τους συμμάχους:
«Δεν αμφιβάλλω ότι δεν έλειπε παρά τοις Συμμάχοις η πρόθεσις να δειχθώσιν ευνοϊκοί προς ελληνικάς εθνικάς βλέψεις μετά την προθυμίαν των θυσιών ην εξεδήλωσεν η Ελλάς, ήτις και εξηκολούθει ακόμη και κατόπιν πρόθυμος εις πάσην θυσίαν προς εξυπηρέτησιν των Συμμαχικών συμφερόντων, φθάσασα και μέχρι της αποστολής ελληνικού στρατού εις Ουκρανίας, συνεπαγαγούσης όχι μόνον τας γνωστάς στρατιωτικάς ζημίας, αλλά τον όλεθρον των εν Ρωσία ακμαίων ελληνικών κοινοτήτων».
Μια στο καρφί και μια στο πέταλο ο Γούναρης. Και τους συμμάχους «καρφώνει» ως αναξιόπιστους, αλλά και τον Βενιζέλο χαρακτηρίζει ως υποτελή τους, ο οποίος δεν δίστασε να στείλει στρατό στην Ουκρανία στο πλάι των Γάλλων, με τα γνωστά καταστρεπτικά αποτελέσματα όχι μόνο για τον ελληνισμό του Πόντου, αλλά και την εχθρική μετέπειτα στάση των μπολσεβίκων απέναντι στα ελληνικά συμφέροντα και υπέρ του Κεμάλ.
«Δεν δύναται να εννοήσει», λέει ο Γούναρης, γιατί δεν έγινε ο προβλεπόμενος από τη Συνθήκη των Σεβρών αφοπλισμός της Τουρκίας.
«Το φυσικόν ήτο η Ελλάς αυτή να αναλάβη την εκτέλεσιν του αφοπλισμού, και μάλιστα να περιέλθωσιν εις αυτήν και τα εξ αυτού όπλα και εφόδια, ίνα εν ανάγκη χρησιμοποιήση αυτά προς καταστολήν πάσης τουρκικής αντιστάσεως, έστω και αν κατόπιν, δια της οριστικής συνθήκης της ειρήνης, θα διετίθεντο ταύτα άλλως, διότι, ως φαίνεται, και εκ της Βουλγαρικής συνθήκης και εκ της των Σεβρών, επεκράτησεν η αρχή η Ελλάς ήκιστα να ληφθή υπόψιν κατά την διανομήν των όπλων και εφοδίων των εκ του αφοπλισμού των ηττηθέντων περιελθόντων εις τους νικητάς».
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Όπως λέει ο Γούναρης, ακόμη και όπως έγινε «ατελέστατα» ο αφοπλισμός των Τούρκων, ακόμη και έτσι, τα κατασχεθέντα όλα και πυροβόλα και απομακρύνθηκαν από τα μέρη που είχαν πρόσβαση οι Τούρκοι, αλλά και οι σύμμαχοι τα φρουρούσαν πλημμελώς…
Φτάνει, λοιπόν, η απολογία του Γούναρη στην περίοδο που αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη. Συγχρόνως, λέει, άρχισε και η κεμαλική εξέγερση. Ο άτακτος στρατός ο οποίος άρχισε να συγκεντρώνεται γύρω από τον Κεμάλ, λέει ο Γούναρης, έβρισκαν εύκολα οπλισμό από… τον αφοπλισμό που είχε γίνει «ατελέστατα»… Και όχι μόνον αυτό, αλλά και ο ελληνικός στρατός που αποβιβάστηκε στη Σμύρνη καθυστέρησε πάρα πολύ να επέμβει για να προλάβει τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Και συνεχίζοντας την απολογία του ο Γούναρης αναφέρει:
«Δεν πιστεύω ότι η Ελληνική Κυβέρνησις και οι στρατιωτικοί αυτής σύμβουλοι παρείδον τον εντεύθεν κίνδυνον και δεν διείδον ότι επεβάλλετο ραγδαία η στρατιωτική ενέργεια η απαιτουμένη προς κατάπνιξιν από της γεννήσεως της εχθρικής οργανώσεως. Και δεν αμφιβάλλω ότι παρέστησε τούτο εις τους Συμμάχους, εκ της συναινέσεως των οποίων εξηρτάτο τοιαύτη σύντονος ενέργεια. Το γεγονός όμως είναι ότι η ενέργεια δεν εγένετο επί δύο ολόκληρα έτη».
Όσα αναφέρει ο Γούναρης σ’ αυτό το σημείο της απολογίας του, για την αδράνεια των Συμμάχων, ασφαλώς μόνο κατάπληξη μπορούν να προκαλέσουν στον αναγνώστη. Κατάπληξη και δημιουργία πολλών ερωτηματικών.
Ο Γούναρης επαναλαμβάνει συχνά τις φράσεις «δεν δύναμαι να εννοήσω», «δεν γνωρίζω». Αυτό που γνωρίζει και είναι κάθετος σε όσα λέει, είναι ότι «ουδεμία υπήρξε συμμαχία και όλα τα λεγόμενα ή γραφόμενα περί συμμαχιών είναι επινοήματα των επιτηδείων ή πλάσματα της φαντασίας των αφελών. Συμμαχία υποθέτει υποχρέωσιν κοινού πολεμικού αγώνος επί ωρισμένοις σκοποίς. ΟΙ σκοποί της Ελλάδος ουδέποτε απετέλεσαν αντικείμενον υποχρεώσεως κοινού πολεμικού αγώνος των Συμμάχων. Αλλά εγένετο και κάτι περισσότερον ακόμη. Εδηλώθη ρητώς εις την Ελλάδα, προκειμένου να αναλάβη την Μικρασιατικήν επιχείρησιν, ότι θα ενήργει με μόνας τας ιδίας αυτής δυνάμεις, και ότι ουδέποτε θα τη παρείχετο συνδρομή, ούτε στρατιωτική ούτε χρηματική. Και η δήλωσις αύτη εγένετο από την Μ. Βρετανίαν, ήτοι την μεγάλην εκείνην Δύναμιν ήτις περισσότερον προσέκειτο εις τας Ελληνικάς βλέψεις και υπεστήριζε μετά πάσης ευμενείας αυτάς».
Προφανώς ο Γούναρης επεδίωξε την απόθεση όλων των ευθυνών στον Βενιζέλο, λέγοντας ότι όχι μόνο οι Σύμμαχοι δεν είχαν αναλάβει υποχρεώσεις βοήθειας προς την Ελλάδα, αλλά, αντίθετα, της είχαν επισημάνει πως μόνο με τις δυνάμεις της θα έβγαινε στον πόλεμο με την Τουρκία. Μάλιστα, τονίζει ο Γούναρης, αυτά τα είπε η Αγγλία, η χώρα η οποία ήταν «πιο κοντά» στην Ελλάδα και την υποστήριζε.
Συμπληρωματικά σε όσα έχει πει για τους «συμμάχους», προσθέτει ότι «όχι μόνον η Ιταλία διέκειτο δυσμενώς προς τας ελληνικάς βλέψεις, αλλά και η Γαλλία ουδαμώς ήτο διατεθειμένη να υποστηρίξη αυτάς, έστω και δια της απλής επιρροής αυτής».
Έρχονται τα «πάνω – κάτω» με όσα λέει ο Γούναρης. Ποια είναι η αλήθεια; Και κάνει το ρητορικό ερώτημα:
«Και ήδη ερωτάται: ο μόνος παράγων εφ’ ου ηδύνατο να στηριχθή ο Μικρασιατικός αγών –αι ελληνικαί στρατιωτικαί και οικονομικαί δυνάμεις- ενισχύθησαν ή εξησθένησαν εκ των ημετέρων ενεργειών;».
Έρχεται και στο θέμα της επανόδου του βασιλιά ο Γούναρης. Και συμπεραίνει ότι «η επάνοδος του τέως Βασιλέως Κωνσταντίνου, όχι μόνον δεν συνετέλεσεν εις την αποτυχίαν του Μικρασιατικού αγώνος, αλλά απεναντίας έθεσεν εις την διάθεσιν αυτού δυνάμεις μεγίστας, εις ας ουδέ να ελπίση καν ηδύνατο η προκάτοχος κυβέρνησις».
Λέει και άλλα πολλά η απολογία του Γούναρης. Δεκατέσσερα σημεία, ένα προς ένα, αναλύουν όλες τις παραμέτρους των κατηγοριών που του αποδίδονται. Την άλλη μέρα, η εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» θα την αναφέρει ως «ατελεύτητον περιπλοκήν περιπλόκως περιπλεκόμενων περιπλοκών».
Η αγόρευση του επαναστατικού επιτρόπου
Μετά το τέλος της ανάγνωσης της απολογίας Γούναρη παίρνει τον λόγο ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Λέει, προλογίζοντας, ότι η δίκη γίνεται εν ονόματι του παρόντος εθνικού κινδύνου αλλά και των «μελλουσών της φυλής ελπίδων». Αυτή τη δίκη πρέπει να την φέρουν εις πέρας οι στρατοδίκες «αρυόμενοι εκ της ενσάρκου του Έθνους αγανακτήσεως».
Κάνει έναν απολογισμό της κατάστασης που υπήρχε στη Μικρά Ασία τον Ιούλιο του 1922, πριν ξεσπάσει η μεγάλη επίθεση των Τούρκων. Αναφέρει τις εδαφικές εκτάσεις, τον αριθμό των στρατιωτών, τον οπλισμό που διέθετε ο στρατός και όλα τα συναφή. Από την αρχή της αγόρευσης δείχνει ιδιαίτερα επιθετικός προς τους κατηγορούμενους. Οι στρατοδίκες παρίστανται βλοσυροί, ακίνητοι, «ατσαλάκωτοι» στην έδρα τους.
«Τι έγινε και ένα στράτευμα, από διετίας μόλις υπό τα ωσαννά των απελευθερουμένων αποβιβασθέν εις τα ασιατικά εδάφη, δαφνοστεφές και από νίκης χωρήσαν εις θρίαμβον, τον φθόνον κινούν φίλων και εχθρών, αποσυντεθειμένον διέρχεται την μετά τόσων ελπίδων διαπλευσθείσαν άλλοτε θάλασσαν; Ποίος σάραξ κατέφαγεν ημέρα τη ημέρα το άλκιμον σφρίγος στρατού ο οποίος μέχρι της εμφανίσεως εκ νέου εν τη πολιτική σκηνή των κατηγορουμένων δεν εγνώρισεν ή μόνον την νίκην, αποδίδων πάντοτε δια της αρίστης διευθύνσεως και των ελαχίστων απωλειών τα μέγιστα των στρατιωτικών αποτελεσμάτων;».
Νεκρική σιγή στην αίθουσα, καθώς ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης κεραυνοβολεί τους κατηγορούμενους. Και έρχεται η ώρα κατά την οποία πλέκει το εγκώμιο του Βενιζέλου, ο οποίος, κατά τον επαναστατικό επίτροπο, καλά έκανε και έστειλε στρατό στην Ουκρανία να πολεμήσει στο πλευρό των Γάλλων, ή μάλλον να πολεμήσει για τα συμφέροντα των Γάλλων, αφού, μετά την Ουκρανία άρχισε να οικοδομεί «περίλαμπρον οικοδόμημα, το αριστούργημα εκείνο της Συνθήκης των Σεβρών, κατά Ράλλην, το οποίον λίθον προς λίθος οικοδομεί οσημέραι, προωθών και εκμαιεύων παραχωρήσεις […] τας αντιρρήσεις αίρων, τους αρνούμενος πείθων και τα συμφέροντα τα αντίθετα παραμερίζων, λαμβάνων και όταν ακόμη εφαίνετο προσφέρων, αποσκοπών πλέον εν φλογερόν όνειρον να το μεταβάλη εις πράγμα. Είναι δε τούτο η επανίδρυσις του Βυζαντινού Ελληνισμού. Δεν έμενε παρά μόνον η κεφαλή, δια να αναστή περίλαμπρος εκ της ιδίας αναγεννηθείσης τέφρας ο Δικέφαλος!».
Μετά το μεσημέρι αρχίζει η επίθεση του επαναστατικού επιτρόπου στη δικαζόμενη «σπείρα», όπως θα κραυγάσει, οι άνθρωποι της οποίας «ελάκτισαν το οικοδόμημα και επ’ αυτού εξαπέλυσαν κορύβαντας και μαινάδας ωρυομένας το κήρυγμα εκείνο του βασιλικού υστερισμού…».
Είχε έρθει η ώρα της ολοκλήρωσης της επίθεσης:
«Νομίζει κανείς, κύριοι δικαστές, ότι από την 1η Νοεμβρίου ολόκληρη η συνασπισμένη πλέον ομάδα, αυτή που δίνει σήμερα ενώπιόν σας λόγο για τα εγκλήματά της, εργαζόταν συστηματικά και με σατανική μεθοδικότητα ώστε να προετοιμάσει την εθνική καταστροφή!».
Η κατάσταση «μυρίζει μπαρούτι». Από στιγμή σε στιγμή απειλείται έκκρηξη. Κάποιοι φανατισμένοι είναι έτοιμοι να λιντσάρουν τους κατηγορούμενους. Ο Οθωναίος βλέπει ότι χάνει τον έλεγχο και βιαστικά διακόπτει τη διαδικασία και διατάσσει τη φυγάδευση των κατηγορούμενων, διακόπτοντας τη συνεδρίαση για την επόμενη ημέρα.
Συνεχίζεται…