Πριν από λίγες ώρες έφυγε από τη ζωή ο Θανάσης Μπαρτσώκας


Του Σπύρου Τζόκα

ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΦΙΛΕ ΘΑΝΑΣΗ;

«Τον αντρειωμένο μην τον κλαις ότε κι αν αστοχήσει, κι αν αστοχήσει μια και δυο πάλι αντρειωμένος θα ’ναι».

Τελικά ίσως έχουν δίκιο όταν λένε ότι οι παρέες γράφουν ιστορία. Το λέω αυτό γιατί και η δική μας παρέα έγραψε τη δικιά της μικρή ιστορία. Μια παρέα νέων τότε παιδιών που είδε να καταρρέουν τα πιστεύω των πρώιμων νεανικών χρόνων, να χλευάζεται η ιδεολογία που υπηρέτησε και να γκρεμίζεται ο κόσμος μαζί με τα όνειρα της αλλαγής του. Και, όμως, μέσα από την κατάρρευση γεννιόταν και πάλι  η ελπίδα, από τη στάχτη ο φοίνικας. Πάλι από την αρχή Θανάση. Από την αρχή.

Πόσες φορές από τότε δεν ξεκινήσαμε πάλι από την αρχή, να αντλήσουμε δυνάμεις, να σηκωθούμε, να ξεσκονίσουμε τα ρούχα μας και να συνεχίσουμε. Και συνεχίσαμε. Πιστεύαμε τότε ότι ο πόνος και το δάκρυ, η συντριβή και οι αλήθειες μας μπορούν να γίνουν πηγή δύναμης και ζωής. Χαρήκαμε τους αγώνες, τις μικρές νίκες και αντέξαμε τις μεγάλες διαψεύσεις. Και τώρα που έχουμε τόσο  ανάγκη αυτές τις παρέες, τώρα που τις χρειαζόμαστε όπως το οξυγόνο μικραίνουν, φεύγουν, μας εγκαταλείπουν.

Και εσύ πάντα στην πρώτη γραμμή. Αγωνιστής. Υπεράσπιζες  την τιμή, την αξιοπρέπεια, την ελευθερία μας. Πίστευες ακράδαντα ότι δεν πουλιούνται κι αγοράζονται τα πάντα. Και το έκανες πράξη… στάση ζωής. Δέχτηκες  και χτυπήματα… τραυματίστηκες  ψυχικά και σωματικά. Και πάντα όρθιος. Ακόμα και τότε όταν έβλεπες μπροστά σου κάποιους θύτες να παριστάνουν τα θύματα… να καρπούνται αυτά που χλεύαζαν… να κοκορεύονται σε αυτούς που έβριζαν. Δεν λύγισες, δεν κατέθεσες τα όπλα.

Και μια μεγάλη πορεία. Και το αίσθημα της ηθικής υπεροχής διαπερνούσε την αριστερή σου συνείδηση για να γονιμοποιήσει τον αγώνα, που χωρίς αυτό θα παρέμενε ισοβίως άνοστος, ισοβίως άγονος, ισοβίως δέσμιος των δυσμενών συσχετισμών.

Και ξαφνικά αντίκρισες πάλι τα ίδια. Εκεί που πίστεψες και πάλι τα ίδια. Σαν να μη συνέβη τίποτα. Υποταγή ή θάνατος! Αφόρητη πλήξη. Αφόρητη θλίψη… κατάθλιψη.

Μέσα από τα συντρίμμια συνέχισες να προσπαθείς  λιθαράκι λιθαράκι να ανασυνθέσεις  και να ζωντανέψεις  τη δική σου αλήθεια. Και το έκανες.

Συνέχισες το ταξίδι που δεν τέλειωνε, καθώς λέει ο ποιητής: «Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε να ανασάνουμε, βλέπουμε να φωτίζονται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν… σώματα που δεν ξέρουν πια πώς να αγαπήσουν».

Το ταξίδι σου  κινήθηκε  μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας ή, καλύτερα, μεταξύ αυτού που επιθυμείς  και αυτού που υπάρχει. Διέπλαθες  το μύθο σου… και ο μύθος γίνονταν  όνειρο, όνειρο καλό, ευχάριστο, όχι εφιάλτης. Ένα όνειρο με περιεχόμενο: με νοσταλγίες άλικες, μνήμες ανάκατες, μπερδεμένες στο κουβάρι της ζωής,  με στιγμές ανθρώπινες από τα χρόνια της αθωότητας, από τις ξεχασμένες γειτονιές που  χαμογελούσαν, με στιγμές ανακόλουθες σαν την πορεία σου, αληθινές σαν την ψυχή σου που επέμενες να μην τη βρωμίζεις, παρά τους συμβιβασμούς.  Ένα όνειρο με ανθρώπινες υπερβάσεις.

Συνδέθηκες ψυχικά με τους ανθρώπους της συνοικίας… τους θεώρησες πιο οικείους. Ιδιαίτερα τους ταλαιπωρημένους ανθρώπους, τους χτυπημένους από τη ζωή. Εκείνοι το γνωρίζουν πολύ καλά πόσα έδωσε ο ένας στον άλλο.  Διέκρινες στα πρόσωπά τους την ελπίδα που είχε χαθεί, το όνειρο που τους διέψευσε, τον έρωτα για όλα γύρω τους που ποδοπατήθηκε, τη συντροφικότητα που δοκιμάστηκε, τη ζωή που αφαιρέθηκε, τον ενθουσιασμό που ακρωτηριάσθηκε και το χαμόγελο που σβήστηκε. Όλα έμοιαζαν σαν μια πράξη ανθρώπινου επαναπροσδιορισμού. Μαζί με τους ανθρώπους αυτούς ως το τέλος, χωρίς δισταγμό, χωρίς σκέψη, χωρίς φόβο.

Και κάτι ακόμα ρε φίλε, σύντροφε και συνεργάτη… το ταξίδι μας. Τέλος. Μιλάω για εκείνο  το μεγάλο μας ταξίδι στην Κούβα και γενικά στη Λατινική Αμερική. Αυτό που τότε στην παρέα οργανώναμε. Σε δύσκολες στιγμές το ταξίδι αυτό ήταν το καταφύγιο μας. Νοερό ταξίδι που αντιμετωπίζαμε τη δύσκολη πραγματικότητα.

Το θυμήθηκες πάλι μετά από χρόνια. Τώρα τελευταία. Πριν μερικές μέρες ένα ωραίο μεσημεράκι  στην πλατεία Μεσολογγίου που πίναμε ένα τσιπουράκι και γυρίσαμε στα παλιά. «Τι έκανες τόσα χρόνια;» μου είπες. Πανεπιστημιακός ήσουν, Δήμαρχος έγινες, αντιπεριφερειάρχης μετά…. και δεν έχεις ένα ποσό για το ταξίδι μας. Ούτε, όμως και εγώ έχω». Και σχεδιάζαμε μετά την Κούβα σε άλλα μέρη. Και «Θανάση να μην ξεχάσουμε το Μεξικό». Έλεγα σαν να φεύγαμε αύριο. Νέα Ισπανία την έλεγαν παλιά, στην αρχή. Στα βήματα του διασημότερου κονκισταδόρ, του Φερνάντο Κορτές. Από τις ακτές τις Βερακρούζ μέχρι το Μέξικο Σίτι, να ταξιδέψουμε σε ιστορικά μονοπάτια, τότε που η Νέα Ισπανία ανέτειλε πάνω στα εκπληκτικά μνημεία των Αζτέκων. Είχαμε και φωτογραφίες. Τις βλέπαμε και ταξιδεύαμε.

Τέλος πάντων δεν το προλάβαμε. Δεν προλάβαμε φίλε να ανοιχτούμε στους μεγάλους ωκεανούς. Όχι δεν είμαστε πικραμένοι. Ναυαγοί είμαστε σε μια απέραντη νοσταλγία . Τραγουδάμε για τη ψυχή μας, που νομίσαμε πως τη κάναμε σημαία της γης. Για τον κόσμο που δεν χώρεσε στο όνειρό μας. Για την ανατροπή που ξεκινήσαμε και ξεμείναμε. Για την ήττα που δεν υπογράψαμε παρά τις πιέσεις που δεχτήκαμε. Για την παρέα που δεν προδώσαμε. Για την κόκκινη σημαία που υψώσαμε. Για το στεφάνι που καταθέσαμε. Τραγουδάμε και για το ταξίδι που δεν έγινε. Για τα συντρίμμια που μας το θύμιζαν. Για τις νύχτες που αγκαλιάσαμε. Για τις ταβέρνες που μιλήσαμε. Για τις σφαλιάρες που φάγαμε. Για τις αγωνίες που περάσαμε. Για την κρήνη της Καισαριανής που καταφύγαμε. Για τα κουρέλια που τραγουδάνε ακόμα… έστω και φάλτσα. Τραγουδάμε φίλε γιατί σε κάθε φύλλο, σε κάθε γραμμή και αράδα του πολιτισμού των ανθρώπων βρίσκεται το ξόρκι, η ασπίδα και το οδόφραγμα απέναντι στην πολιτική των μωρών, δηλαδή των θηρίων. Ναι δεν προλάβαμε… νομίζαμε ότι οι γλάροι πετούν για μας. Η ζωή μοιάζει με παραμύθι.

Γνωρίζω καλά, όμως, τώρα. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια. Το γνωρίζω πολύ καλά… στην πιο όμορφη θάλασσα τις ακτές τις Βερακρούζ δεν πρόλαβες να  κολυμπήσεις μια ολόκληρη ζωή, το πιο όμορφο ταξίδι που σχεδίαζες  δεν το πρόλαβες. Το γνωρίζω αυτό. Γνωρίζω όμως και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό: στον  βρώμικο βούρκο δεν έπεσες ποτέ. Όρθιος και αξιοπρεπής πάντα. Φεύγεις, αλλά μετριάζεται η πίκρα μου, επειδή ήρθες και, κυρίως, επειδή σε γνώρισα και είχα την τιμή να είμαι φίλος σου.