Του Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη
Καθώς ο πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, κοντεύει να κλείσει ένα χρόνο, θα ήταν σκόπιμο να καταγράψουμε τις βασικές τάσεις που επικρατούν στην εσωτερική πολιτική σκηνή της πρώτης, σε μία προσπάθεια κατανόησης τόσο του παρόντος, όσο και ανίχνευσης των πιθανών εξελίξεων.
Στο πρώτο συμπέρασμα που μπορεί να καταλήξει κανείς, είναι ότι από την έναρξη του πολέμου και μετά τις αλλεπάλληλες ήττες της Ρωσίας στα πεδία των μαχών, αυξήθηκε κατακόρυφα η εξάρτηση του Βλαντίμιρ Πούτιν από το στρατιωτικό κατεστημένο, ενώ την ίδια στιγμή, οι στρατηγοί έχουν «ενστερνιστεί» πλήρως την προσέγγιση της πραγματικότητας της πολιτικής ηγεσίας, χάνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δική τους «υποκειμενική ματιά», η οποία, πιθανόν, να το βοηθούσε να αντιμετωπίσει πιο ρεαλιστικά τις δυνατότητες των στρατευμάτων, αλλά και τους στόχους των πολεμικών επιχειρήσεων.
Η πουτινική εκδοχή της αυτοκρατορικής νοσταλγίας της Ρωσίας, με τα μεγαλεπήβολα σχέδια αναβίωσης της «Ε.Σ.Σ.Δ. 2.0» μπορεί να αποτελούν την «ιδεολογική σκευή» αυτού του πολέμου, η υλοποίησή τους, ωστόσο, εξαρτάται από το έμψυχο δυναμικό που πολεμάει στα χαρακώματα. Οι συνεχείς αλλαγές στην ανώτατη διοίκηση των στρατευμάτων, δεν είναι τίποτα άλλο από τη σπασμωδική αντίδραση του Πούτιν σε μία διαμορφωμένη κατάσταση ανισορροπίας εντός της ρωσικής ελίτ.
Ένα ακανθώδες πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει, επίσης, ο Ρώσος πρόεδρος, είναι η de facto απώλεια της άσκησης νόμιμης βίας από το κράτος, με τη δυναμική εμφάνιση, τόσο στα πεδία των μαχών, όσο και στο επικοινωνιακό μέτωπο εντός της Ρωσίας, του ιδιωτικού στρατού Βάγκνερ και του ιδιοκτήτη του Γιεβγκένι Πριγκόζιν, ο οποίος έφτασε στο σημείο να κατηγορήσει ως προδότες, του ιθύνοντες του Κρεμλίνου γιατί δεν απαγορεύουν το YouTube στην Ρωσία.
Αναπόφευκτο είναι το δεύτερο συμπέρασμα, σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία δεν έχει πλέον την πρωτοβουλία. Αν στις 24 Φεβρουαρίου 2022 η Ρωσία είχε την πρωτοβουλία στα πεδία των μαχών, σήμερα, 11 μήνες αργότερα, είναι υποχρεωμένη να στήνει αμυντικές γραμμές με τη βοήθεια των απελευθερωμένων εγκληματιών από τις φυλακές του ιδιωτικού στρατού Βάγκνερ, προκειμένου να υπερασπιστεί τα εδάφη που κατέλαβε, υπό το βάρος της πίεσης που ασκούν οι αποτυχίες στο Κίεβο, στο Χάρκοβο και στη Χερσώνα.
Στο μεταξύ, όλο αυτό το διάστημα, είχαμε αλλεπάλληλες και αντικρουόμενες δηλώσεις σχετικά με τους στόχους του πολέμου, οι οποίες ξεκινούσαν από την «απελευθέρωση των αδελφών και των αλύτρωτων προαιώνιων πατρίδων» και έφταναν μέχρι τον «ιερό πόλεμο κατά των σατανιστών και των ομοφυλοφίλων».
Είναι πασιφανές πλέον, πως για να κερδίσει αυτόν τον πόλεμο η Ρωσία, θα πρέπει να συμβούν γεγονότα που θα αλλάξουν ριζικά την εικόνα, πράγμα, όμως, που κανείς δεν πιστεύει πως θα συμβεί. Το Κρεμλίνο έχει χάσει την ευκαιρία να επιβάλει τους όρους του στο νέο γεωπολιτικό παιχνίδι που το ίδιο ξεκίνησε τον περασμένο Φεβρουάριο.
Η Δύση δεν πρόκειται να διχαστεί, στο Κίεβο δεν πρόκειται να αναλάβει την κυβέρνηση κανένα φιλορωσικό κόμμα και η Ουκρανία δεν πρόκειται να συνθηκολογήσει άνευ όρων, όπως πίστευαν οι εγκέφαλοι των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών. Απεναντίας, η πολεμική σύγκρουση θα συνεχιστεί με μεγαλύτερο σφοδρότητα στα τέλη του χειμώνα και στις αρχές της άνοιξης, η Δύση θα συνεχίσει να ενισχύει με πολεμικό υλικό την Ουκρανία και η Ρωσία θα αντιμετωπίζει ολοένα και πιο οξυμένα προβλήματα τόσο στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, όσο και στην οικονομία της, εν γένει.
Υπ’ αυτή την έννοια, θα πρέπει να ερμηνευτούν οι επικλήσεις στην μεγαλοθυμία που ακούστηκαν στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του Βλαντίμιρ Πούτιν, αλλά και οι επαμφοτερίζουσες δηλώσεις αξιωματούχων του καθεστώτος για ανακωχή. Οι προσπάθειες που γίνονται -φανερά ή παρασκηνιακά- για να υποχρεωθεί η Ουκρανία να υπογράψει μία συνθήκη ειρήνης και να ακυρώσει τις προετοιμασίες της για αντεπίθεση μόλις λιώσουν οι πάγοι της στέπες, είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο πως δεν θα έχουν καμία τύχη επιτυχίας.
Τέλος, θα πρέπει να επισημανθεί η σταδιακή και πολύ προσεκτική μετατροπή τόσο της οικονομικής, όσο και της κοινωνικής ζωής σε «πολεμική». Οι φήμες για ένα νέο κύμα επιστράτευσης, με πιθανό αριθμό των νέων επίστρατων το 1.000.000, κυκλοφορούν ευρέως, παρά τις διαψεύσεις των αρμοδίων.
Σε περίπτωση νέας επιστράτευσης, η Ρωσία θα αντιμετωπίσει πολλά, δυσεπίλυτα προβλήματα επιμελητείας, στρατωνισμού και εξοπλισμού των νέων μονάδων, ενώ παράλληλα, η οικονομία της θα αντιμετωπίσει μία νέα «αιμορραγία» εξειδικευμένων εργατών, τεχνητών και επιστημόνων, πράγμα που θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο, όχι πλέον τους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά τους ρυθμούς επιβράδυνσής της.
Παράλληλα, με τις μηχανές να δουλεύουν στα όρια τους, ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Κρεμλίνου, προσπαθεί να περάσει το «πνεύμα του πολέμου» σε κάθε εκδήλωση της κοινωνικής ζωής, αρχίζοντας από το εκπαιδευτικό σύστημα, όπου στα μεν σχολεία επέβαλε το μάθημα.
«Συζητώντας για τα σημαντικά» με έμφαση στον πόλεμο, στα δε πανεπιστήμια, εισήγαγε νέα «μαθήματα» στο ύφος του παλιού, σοβιετικού συστήματος της «μελέτης του Μαρξισμού – Λενινισμού» με έμφαση στην καταδίκη των «δυτικών αξιών».
Μπορούν όλα αυτά να υποχρεώσουν τον Βλαντίμιρ Πούτιν και το στενό του περιβάλλον να αλλάξουν την προσέγγισή τους ως προς τον πόλεμο; Είναι πιθανή μία αλλαγή πολιτικής της Ρωσίας από το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό; Κατά πόσο θα πραγματοποιηθούν οι ελπίδες πολλών στη Δύση για μία αλλαγή στην κορυφή της ρωσικής ιεραρχίας; Αυτά είναι μερικά, μόνο, ερωτήματα, απαντήσεις στα οποία, ίσως, πάρουμε, ανάλογα με τις εξελίξεις στα πεδία των μαχών την επερχόμενη άνοιξη.
Πηγή: liberal.gr