Του Μπάμπη Παπαδημητρίου

Πόσο γρήγορα ξεχνούμε! Όλες οι αντιπολιτεύσεις, όχι χωρίς την εξ αδιαφορίας «βοήθεια» της πλειοψηφίας, έχουν πάθει τεταρταίο πυρετό με το με πόσο πολλά έσοδα θησαυρίζει το κρατικό ταμείο.

Επ’ αυτού στηρίζουν τη θέση τους για μείωση του ΦΠΑ, λέγοντας (όχι όλοι για να είμαι δίκαιος…) ότι τα έσοδα από τους φόρους επί της κατανάλωσης πρέπει να τιμαριθμοποιούνται από την ανάποδη: όταν αυξάνεται το εθνικό εισόδημα, γεγονός ευτυχές που οδηγεί όμως αναποδράστως σε αύξηση των από τον ΦΠΑ εισπράξεων, θα έπρεπε να μειώνεται ο συντελεστής ώστε τα αναλογούντα έσοδα να μένουν τα ίδια.

Πρωτοφανείς θεωρίες.

Όχι πως δεν πρέπει να επιστρέψει, σταδιακά, ο ΦΠΑ στο 18%, επίπεδο με το οποίο ξεκίνησε την ελληνική του καριέρα. Όπως έχει αναφέρει ο αείμνηστος Δημήτρης Τσοβόλας, υπουργός Οικονομικών στη δεύτερη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου, «εγώ έδωσα προοδευτικότητα στην κλίμακα και καθιέρωσα τρεις διαφορετικούς συντελεστές, για τα είδη λαϊκής κατανάλωσης στο 6%, τις υπηρεσίες στο 18% και για τα είδη πολυτελείας στο 36%». Δεν είναι ακριβώς έτσι, αφού ο Τσοβόλας αρνείτο χρόνια μετά την είσοδό μας στην Ένωση, να τον εφαρμόσει, για να τον μειώσει προεκλογικά το 1988 στο 16% (επανήλθε στο 18% λόγω της δημοσιονομικής κατάρρευσης που ακολούθησε) ενώ το 1992, η ΝΔ κατήργησε τον συντελεστή πολυτελείας.

Οι αυξήσεις κάθε τόσο του βασικού ΦΠΑ ήσαν αποτέλεσμα της ανικανότητας των κυβερνήσεων να κυνηγήσουν τη φοροδιαφυγή και να εισπράξουν με δίκαιο τρόπο περισσότερα έσοδα μέσω της φορολογίας εισοδήματος.

Έτσι, κάθε φορά που η κατάσταση ξέφευγε, τα ελλείμματα μεγάλωναν και οι παρατηρήσεις των Βρυξελλών και των διεθνών οίκων γινόντουσαν «πικρές», ο εκάστοτε υπουργός να «τσιμπάει» τον ΦΠΑ. Ο Αλογοσκούφης (ΝΔ) το 2005 στο 19%. Ο Παπακωνσταντίνου (ΠΑΣΟΚ) στο 21% και μετ’ ολίγον στο 23%. Ο Τσακαλώτος (ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) το τερμάτισε στο σημερινό 24%. Συν τις μετατάξεις από χαμηλότερο σε υψηλότερο συντελεστή.

Κάποιος βέβαια πρέπει να τον μειώσει σε προμνημονιακό επίπεδο και αυτός πρέπει να είναι ο Χατζηδάκης. Αφού δεν το έκανε τώρα, θα έπρεπε να το κάνει του χρόνου. Δεν είναι όμως καθόλου πιθανόν.

Όπως δεσμεύτηκε ο πρωθυπουργός, του παραχρόνου θα κάνει αυτό που έπρεπε να έχει ήδη κάνει. Να τιμαριθμοποιήσει την κλίμακα και να μειώσει τη φορολογία των μισθωτών, να αλλάξει την κλίμακα για τα μεσαία εισοδήματα και να δημιουργήσει μια νέα κλίμακα υψηλού φόρου για τα πραγματικά υψηλά εισοδήματα.

Αν κάνει αυτό, δύσκολα θα μειώσει τον ΦΠΑ.

Υπάρχει άλλωστε πρόβλημα και δεν είναι καθόλου μικρό.

Σε αντίθεση με όσα λέει η αντιπολίτευση και διαφημίζει σε όλους τους τόνους η κυβέρνηση, τα ελληνικά δημοσιονομικά πράγματα παραμένουν εύθραυστα.

  • Οι δαπάνες του κράτους θα παραμείνουν το 2025 μεγαλύτερες από τα έσοδά του κατά 1,5 δισ. ευρώ, όταν υπολογιστούν και οι τόκοι του χρέους. Οι οποίοι είναι, τώρα, υπό έλεγχο, αλλά θα αυξηθούν σε μερικά χρόνια, αφού το κράτος δεν προλαβαίνει να μειώσει ταχύτερα το τεράστιο δημόσιο χρέος.
  • Οι εισπράξεις του συστήματος συντάξεων και κοινωνικής πρόνοιας θα παραμείνουν το 2025 μικρότερες κατά περίπου 15 δισ. ευρώ από τις δαπάνες του.
  • Τα έσοδα από τη φορολογία των εταιρειών παραμένουν «παγωμένα» τα τρία τελευταία χρόνια.
  • Οι δυνατότητες δημοσίων επενδύσεων εξαρτώνται πλήρως από επιδοτήσεις των Βρυξελλών, όταν πάμπολλες ανάγκες συντήρησης ή νέων έργων δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τον τρέχοντα προϋπολογισμό.

Όλες οι θετικές εξελίξεις στα δημοσιονομικά, με κύρια αυτή των αυξημένων κρατικών εσόδων, οφείλονται σε τρεις βασικές – και αλληλοσυνδεόμενες – εξελίξεις.

  • Η πρώτη είναι ότι τα πάντα στην κρατική μηχανή δείχνουν και είναι παγωμένα λόγω συστολής των σχετικών δαπανών.
  • Η δεύτερη συνδέεται με τις σημαντικές επιτυχίες στην πάταξη της φοροδιαφυγής, που πρέπει να γίνει ακόμη πιο σκληρή.
  • Η τρίτη με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας, που έφερε έκρηξη εργασιών για τις επιχειρήσεις και σοβαρή άνοδο των εισοδημάτων, με αποτέλεσμα την άνοδο των κρατικών εσόδων.

Η αντιπολίτευση δεν πρέπει να μένει σε εντυπωσιακές εξαγγελίες, αλλά να προτείνει μια εναλλακτική, πλην όμως συνεκτική νέα δημοσιονομική πολιτική και στα τρία ως άνω σημεία.

Ο προϋπολογισμός του 2025 είναι, όντως, συντηρητικός αλλά είναι ακόμη ενωρίς για «επαναστατικές» μεν, αλλά ασφαλείς μεταρρυθμίσεις. Τις οποίες εξάλλου, ούτε η κυβέρνηση, ούτε η αντιπολίτευση έχουν προετοιμάσει, ούτε είναι πρόθυμες να συζητήσουν σε κλίμα συναίνεσης και ασφάλειας.

Άρα, με όσα συμβαίνουν στον κόσμο γύρω μας και ειδικότερα στην Ευρώπη, αλλά και με εκείνα που περάσαμε την τελευταία φορά που αφήσαμε τον δημοσιονομικό λαϊκισμό να μας κυριεύσει, κάλλιο γαιδουρόδενε παρά γιαϊδουγύρευε.