Του Αλέξανδρου Σκούρα
Τον Οκτώβριο του 2009, ο Μπαράκ Ομπάμα ανέβηκε στο βήμα του Όσλο για να παραλάβει το Νόμπελ Ειρήνης. Είχαν περάσει μόλις εννιά μήνες από την ορκωμοσία του. Δεν είχε τερματίσει κανέναν πόλεμο, δεν είχε υπογράψει καμία συνθήκη, δεν είχε αλλάξει τίποτα περισσότερο από το ύφος της αμερικανικής ρητορικής. Ήταν η στιγμή που η Ευρώπη αποφάσισε να απονείμει ένα βραβείο στις προθέσεις, όχι στα αποτελέσματα.
Η συνέχεια υπήρξε αποκαλυπτική. Η Λιβύη καταστράφηκε, η Συρία μετατράπηκε σε εφιάλτη, το ISIS γεννήθηκε από το κενό ισχύος της αμερικανικής ατολίας. Και μέσα σ’ εκείνο το κενό, η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία το 2014, προσαρτώντας την Κριμαία χωρίς να συναντήσει ουσιαστική δυτική αντίδραση. Ο πρόεδρος της «ελπίδας» άφησε πίσω του περισσότερους πολέμους απ’ όσους παρέλαβε και μια διεθνή τάξη πιο αδύναμη, πιο μπερδεμένη και πιο υποκριτική.
Κι όμως, δεκαπέντε χρόνια μετά, η ίδια πολιτισμική τάξη που τον αποθέωσε εξακολουθεί να βλέπει τον κόσμο μέσα από το ίδιο παραμορφωτικό πρίσμα: ανταμείβει το ύφος και απορρίπτει την ουσία. Οι ίδιοι που χάρισαν Νόμπελ σ’ έναν ρήτορα της ειρήνης, ειρωνεύονται σήμερα όσους επιχειρούν να την επιτύχουν στην πράξη – είτε λέγονται Τραμπ, είτε Νετανιάχου, είτε οποιοσδήποτε άλλος που δεν χωρά στο καλούπι της προοδευτικής τους αυταπάτης.
Το ειρωνικό είναι πως, αυτές τις μέρες, μετά από έναν χρόνο σφαγής στη Γάζα, μια πρώτη φάση συμφωνίας για την ειρήνη δείχνει να παίρνει σάρκα και οστά. Προβλέπει κατάπαυση του πυρός, σταδιακή αποχώρηση ισραηλινών δυνάμεων, απελευθέρωση ομήρων και ανταλλαγή κρατουμένων. Δεν συνοδεύεται από χειροκροτήματα ούτε από τελετές, αλλά φέρνει αποτέλεσμα εκεί όπου η ρητορική απέτυχε.
Το Νόμπελ του Ομπάμα δεν ήταν απλώς ένα λάθος κρίσης· ήταν το σύμβολο μιας Δύσης που μπέρδεψε την ειρήνη με την ηθική της αυταρέσκεια. Μιας Δύσης που δεν επιδιώκει πια να σταματήσει τους πολέμους, αλλά να νιώθει καλή καθώς αυτοθαυμάζεται μπροστά τους. Που προτιμά να μιλά για αξίες αντί να τις υπερασπίζεται. Που πιστεύει ότι η ειρήνη γεννιέται από λόγια, όχι από αποφάσεις.
Έτσι γεννήθηκε η νέα θρησκεία του προοδευτικού κόσμου, το λεγόμενο virtue signalling. Όχι η καλοσύνη η ίδια, αλλά η επίδειξή της. Η πολιτική μετατράπηκε σε τελετή εξιλέωσης, όπου το χειροκρότημα έχει μεγαλύτερη αξία από το αποτέλεσμα.
Δεκαπέντε χρόνια μετά, ο κόσμος είναι πιο επικίνδυνος, πιο διχασμένος και πιο κουρασμένος από τις ψευδαισθήσεις της «προόδου». Οι ίδιοι που κάποτε έδιναν βραβεία για καλές προθέσεις, τώρα αγνοούν εκείνους που επιτυγχάνουν με πράξεις. Γιατί η ειρήνη χωρίς ιδεολογική ταμπέλα τους τρομάζει.
Κι έτσι, το Νόμπελ Ειρήνης του Ομπάμα θα μείνει στην Ιστορία ως το μνημείο της αυταπάτης: της εποχής όπου η Δύση δεν κυνηγούσε πια την ειρήνη, αλλά το αυτάρεσκο συναίσθημα της ηθικής ανωτερότητας επειδή υιοθετεί τη ρητορική της.
Πηγή: liberal.gr