Του Αλέξανδρου Σκούρα

Ο Άδωνις Γεωργιάδης βρέθηκε ξανά στο στόχαστρο. Όχι για κάποια απόφαση του υπουργείου Υγείας, αλλά επειδή τόλμησε να ευχαριστήσει δημόσια μια ελληνική εταιρεία καλλυντικών που δώρισε πάνω από 1,5 εκατομμύριο ευρώ στο ΕΣΥ. Η La Vie en Rose της Δήμητρας Κατσαφάδου, έχει προσφέρει εξοπλισμό, κρεβάτια ακτινοπροστασίας, ακόμα και τη δημιουργία νέας μονάδας ογκολογικών ασθενών στο «Λαϊκό». Κι όμως, η δημόσια συζήτηση δεν επικεντρώθηκε στις δωρεές, αλλά στο αν «έπρεπε» ένας υπουργός να επαινέσει μια ιδιωτική εταιρεία.

Στην Ελλάδα, η αναγνώριση του καλού θεωρείται ύποπτη. Αν επαινέσεις έναν επιχειρηματία, «κάτι θα του χρωστάς». Αν υποστηρίξεις μια φιλανθρωπική δράση, «κάτι θα κρύβεις». Ζούμε σε μια κοινωνία που αντιμετωπίζει κάθε καλή πράξη σαν πιθανή κομπίνα. Το πρόβλημα δεν είναι πολιτικό, είναι βαθιά πολιτισμικό: είμαστε μια κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης.

Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι η μεγάλη ελληνική παθολογία. Εξηγεί γιατί δυσκολευόμαστε να συνεργαστούμε, να αυτοοργανωθούμε, να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον χωρίς μεσολάβηση του κράτους. Όταν κάποιος κάνει μια δωρεά, το πρώτο ερώτημα δεν είναι «ποιον βοηθά;» αλλά «τι κερδίζει;». Έτσι, αντί να ενθαρρύνουμε την προσφορά, τη στραγγαλίζουμε με ειρωνεία.

Σε χώρες με ισχυρή κοινωνική εμπιστοσύνη, η φιλανθρωπία είναι αυτονόητη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το 80% των πολιτών δωρίζει κάθε χρόνο έστω και μικρά ποσά. Στην Ελλάδα, η φιλανθρωπία θεωρείται ύποπτη δραστηριότητα. Οι λίγοι που προσφέρουν το κάνουν σιωπηλά, σχεδόν απολογούμενοι, για να μην κατηγορηθούν ότι «το κάνουν για τη διαφήμιση».

Αυτή η νοοτροπία συνδέεται με ένα δεύτερο πρόβλημα: η κοινωνία των πολιτών στην Ελλάδα είναι κρατικοδίαιτη ή εταιρική. Οι περισσότερες ΜΚΟ εξαρτώνται από κρατικές επιχορηγήσεις ή μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Δεν υπάρχει μια μεσαία τάξη φιλανθρωπίας – πολίτες που δίνουν λίγο, αλλά σταθερά, γιατί θεωρούν την προσφορά προσωπική ευθύνη. Χωρίς αυτή τη βάση, η φιλανθρωπία παραμένει υπόθεση των λίγων, κι άρα εύκολος στόχος για όσους βλέπουν παντού σκοπιμότητα.

Το τρίτο πρόβλημα είναι η έλλειψη διαφάνειας. Σε μια χώρα όπου οι θεσμοί δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη, το κοινό υποψιάζεται τα πάντα. Εφόσον δεν υπάρχουν σταθεροί, αξιόπιστοι μηχανισμοί ελέγχου, οι πολίτες τιμωρούν προληπτικά κάθε προσπάθεια διάκρισης. Αν κάποιος κάνει το καλό σιωπηλά, τον θεωρούμε άγιο ενώ αν το κάνει δημόσια, τον θεωρούμε αριβίστα. Αυτή είναι η ηθική της ισοπέδωσης: να μη φαίνεται κανείς καλύτερος από τον μέσο όρο.

Ο Άδωνις έκανε αυτό που θα έπρεπε να κάνει κάθε δημόσιος λειτουργός: ευχαρίστησε μια εταιρεία που βοήθησε το Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Δεν μοίρασε κρατικό χρήμα, δεν υπέγραψε σύμβαση, δεν χάρισε προνόμια. Εξέφρασε ευγνωμοσύνη. Και όμως, η αντίδραση ήταν σαν να είχε αποκαλυφθεί σκάνδαλο. Γιατί στην Ελλάδα το καλό δεν επιτρέπεται να φαίνεται χωρίς ειρωνεία.

Αν θέλουμε να γίνουμε ώριμη, ελεύθερη κοινωνία, πρέπει να σπάσουμε αυτό το ταμπού. Να μάθουμε να εμπιστευόμαστε την καλή πρόθεση και να αναγνωρίζουμε δημόσια τη συμβολή όσων προσφέρουν. Η καχυποψία δεν είναι κριτική σκέψη, είναι πνευματική τεμπελιά. Και μια κοινωνία που δεν εμπιστεύεται κανέναν, στο τέλος δεν θα εμπιστεύεται ούτε τον εαυτό της.

Πηγή: liberal.gr