Του Γιάννη Μεϊμάρογλου
Δέκα χρόνια μετά το τυχοδιωκτικό δημοψήφισμα του ’15, αν επιχειρούσε μια δημοσκόπηση να θέσει στους πολίτες το ερώτημα: «ποια θεωρείτε ότι ήταν τα μεγαλύτερα οφέλη που αποκόμισε η Ελλάδα από την ένταξή της στην Ενωμένη Ευρώπη», το αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα συντριπτικό υπέρ των οικονομικών ενισχύσεων, που έχει λάβει και εξακολουθεί να λαμβάνει η χώρα από τα διάφορα ευρωπαϊκά ταμεία. Αρκεί να πάρει κανείς υπ’ όψη του τα 32 περίπου δις που προβλέπεται να δοθούν συνολικά από ταμείο ανασυγκρότησης ως το τέλος του 2026. Άλλωστε, η πρωτογενής παραγωγή της χώρας στηρίχτηκε, επί δεκαετίες, στις κοινοτικές επιδοτήσεις.
Στα ιλιγγιώδη ποσά που εισπράχτηκαν, όλα αυτά τα χρόνια, θα πρέπει να συνυπολογιστούν και τα δάνεια των μνημονιακών προγραμμάτων στήριξης, χωρίς τα οποία η χώρα δεν θα μπορούσε να αποφύγει το οικονομικό αδιέξοδο της κρίσης και την πτώχευση. Σήμερα που η σκόνη της μεγάλης αυταπάτης από το σκίσιμο των μνημονίων έχει κατακαθίσει και που οι πρωτεργάτες του δημοψηφίσματος αγωνίζονται να μας πείσουν ότι δεν ήταν παρά μια ριψοκίνδυνη μπλόφα, η πλειοψηφία των πολιτών συνειδητοποιεί ότι όχι μόνον δεν ήταν τα μνημόνια εκείνα που έφεραν την κρίση αλλά ότι, αντίθετα, τα μνημόνια κράτησαν, έστω και με μεγάλες θυσίες, την Ελλάδα στον νομισματικό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όσο δεν επιτρέπεται να υποβαθμίσει κανείς τα οικονομικά οφέλη της ένταξης άλλο τόσο δεν δικαιούται να αγνοήσει την αποφασιστική συμβολή της δυτικής ευρωπαϊκής δημοκρατίας στη διαμόρφωση και σταθεροποίηση της ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, τα εμφυλιοπολεμικά κατάλοιπα, αναμοχλευμένα στη σκοτεινή περίοδο της χούντας των συνταγματαρχών, διατήρησαν ζωντανές τις ιδεολογικές προκαταλήψεις απέναντι στον φιλελευθερισμό. Οι φιλελεύθερες ιδέες – ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη – που ενέπνευσαν τη Γαλλική επανάσταση αντιμετωπίστηκαν με επιφύλαξη από τις δυνάμεις της Αριστεράς και όχι μόνον.
Μπορεί στην πορεία το πλειοψηφικό -αρχικά- σύνθημα «ΕΟΚ ΚΑΙ ΝΑΤΟ ΤΟ ΙΔΙΟ ΣΥΝΔΙΚΑΤΟ» να καταλάγιασε, ωστόσο, παραμένει ακόμα ισχυρή, δυστυχώς και στους εκάστοτε κυβερνώντες, η εντύπωση των Ελλήνων ότι έκαναν περίπου χάρη στους ευρωπαίους αποδεχόμενοι την ένταξή τους, για την οποία θα πρέπει να ανταμείβονται αδιαλείπτως. Αυτή ήταν η ουσία των συγκρούσεων τόσο στα χρόνια των μνημονίων όσο και σήμερα που η ευρωπαϊκή εισαγγελία εγκαταστάθηκε στη χώρα μας ψάχνοντας να βρει γιατί δεν έχει εγκατασταθεί ακόμα στον ΟΣΕ το σύστημα της τηλεδιοίκησης, πού πάνε οι επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ, πώς και σε ποιους μοιράζονται τα χρήματα του ταμείου ανασυγκρότησης κλπ.
Εμείς βέβαια, κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, όχι μόνο γνωρίζουμε τι συμβαίνει αλλά το επικυρώνουμε και με την ψήφο μας. Τα λεφτά πηγαίνουν διαχρονικά στο πελατειακό κράτος, αυτό που οικοδομήθηκε συστηματικά, επί δεκαετίες, προσαρμόζοντας τους κανόνες και τις πρακτικές της δημοκρατίας στις ανάγκες των πελατειακών σχέσεων του πολιτικού συστήματος. Είναι η παθογένεια που παραδίδεται από κόμμα σε κόμμα, μαζί με τη σκυτάλη της διακυβέρνησης, ως ένα προσυμφωνημένο άλλοθι για τη διαιώνισή της. Μόνο που το τελευταίο διάστημα στο θέμα αυτό έχουν εμπλακεί και τα ευρωπαϊκά όργανα, τα οποία έχουν κάθε δικαίωμα να το κάνουν επειδή τα διασπαθιζόμενα κονδύλια αποτελούν μέρος των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων.
Η ευρωπαϊκή «ανάμειξη» στα εσωτερικά μας δεν περιορίζεται όμως αποκλειστικά στα θέματα της οικονομικής διαχείρισης. Η πρόσφατη παρέμβαση-έκκληση του Ευρωπαίου Επιτρόπου στα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι χαρακτηριστική: «προτρέπουμε τα μέλη του Ελληνικού κοινοβουλίου να απορρίψουν τη διακοπή της εξέτασης των αιτήσεων ασύλου των ανθρώπων που φτάνουν με βάρκες από τη βόρεια Αφρική…». Η τροποποίηση που κατέθεσε η κυβέρνηση – και ψηφίστηκε από τη Βουλή – συγκρούεται μετωπικά με τον πυρήνα των αξιών της φιλελεύθερης δυτικής δημοκρατίας οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θυσιάζονται στον βωμό πολιτικών ή ψηφοθηρικών σκοπιμοτήτων.
Οι κυβερνήσεις της ΝΔ, μετά τις μεγάλες διαδοχικές εκλογικές της νίκες το 2019 και το 2023, παρέλαβαν τη χώρα εξαντλημένη από τη βαθιά οικονομική κρίση, στην οποία την είχαν οδηγήσει νοοτροπίες και πρακτικές των πελατειακών σχέσεων. Εξ ου και η προεκλογική δέσμευση του Πρωθυπουργού να θεραπεύσει οριστικά τη χώρα από τις χρόνιες παθογένειες που συντηρούν αυτές τις σχέσεις. Δυστυχώς, οι αποκαλύψεις και τα γεγονότα, κατά τη δεύτερη κυρίως τετραετία, οδήγησαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην ομολογία της αποτυχίας. Όμως, ούτε οι πολίτες μπορούν να αρκεστούν σε αυτή την ομολογία ούτε και η χώρα έχει περιθώρια για παρελθοντολογικά άλλοθι και συμψηφιστικές λογικές. Είναι καιρός να γίνει πλήρης καταλογισμός των ευθυνών σε όλη την πυραμίδα της εξουσίας και να παρθούν μέτρα για την οριστική απαλλαγή του κράτους από τον πελατειασμό.
Κρίσιμος για την επίτευξη αυτών των στόχων είναι και ο ρόλος της αντιπολίτευσης, ειδικά της αξιωματικής, τόσο ως προς τις προτάσεις που διατυπώνει όσο και ως προς την αξιοπιστία της. Η χώρα δεν έχει ανάγκη από μάχες οπισθοφυλακής που οδηγούν στην υπεράσπιση συντεχνιακών συμφερόντων και νοοτροπιών του παρελθόντος. Αντίθετα, χρειάζεται βαθιές αλλαγές και τολμηρές μεταρρυθμίσεις που ξεπερνούν τα όρια και τις αντοχές της συντηρητικής παράταξης τόσο στα θέματα της μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων όσο και της ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από την άποψη αυτή, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ οφείλει να προωθεί καθαρές θέσεις μακριά από αμήχανες στάσεις και ισορροπιστικές λογικές.
Πηγή: liberal.gr