Του Θανάση Διαμαντόπουλου
Δεν ξέρω αν, στο ιστορικό δίλημμα που έθετε κάποτε ο Κορνήλιος Καστοριάδης «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότης», οι δύο όροι που του δίπολου ήταν τόσο πολύ αμοιβαίως αποκλειόμενοι όσο αυτοί που συγκροτούν τον τίτλο του παρόντος.
Πράγματι, αν «πυρηνικό» στοιχείο της έννοιας της δημοσιογραφίας, τουλάχιστον της καλώς νοούμενης, είναι η ενημέρωση του πολίτη και η παροχή σε αυτόν περιθωρίων κρίσης και αξιολόγησης της πραγματικότητας –έστω και αν η ενημέρωση ευλόγως γίνεται υπό μια συγκεκριμένη οπτική γωνία και διοχετεύει στην κοινή γνώμη έναν προσανατολισμό επιθυμητό στον γραφιά-, δυσκολεύομαι να φανταστώ μεγαλύτερο ευτελισμό του δημοσιογραφικού λειτουργήματος από αυτό που συγκροτούσε το απίστευτο δίδυμο Ακριβοπούλου-Καψώχα, για το οποίο θα ωχριούσαν οι όροι «κομματικοί ινστρούχτορες» ή «τηλεοπτική Πράβντα».
Με το επιπρόσθετο επιβαρυντικό στοιχείο πως το «γνωμοπροσανατολιστικό» παραλήρημά τους εκπεμπόταν από τη δημόσια τηλεόραση.
Βεβαίως, σε καμία σχεδόν στιγμή του εθνικού δημόσιου βίου δεν έλειψαν «λειτουργοί της ενημέρωσης» προσανατολισμένοι στην παραγωγή και διοχέτευση του κομματικού πατριωτισμού, ακόμη και του πολιτικού μίσους.
Για να δώσω δύο μόνο σχετικά παραδείγματα: στις αρχές του 1912 -χρόνια ολόκληρα δηλαδή πριν από την έκρηξη του Εθνικού Διχασμού- η φιλοβενιζελική Πατρίς αποκαλούσε τους πολιτικούς αντιπάλους του μεγάλου Κρητός (αυτούς οι οποίοι μόλις ενάμισι χρόνο νωρίτερα τον είχαν κάνει πρωθυπουργό στη Βουλή του Αυγούστου του 1910, στην οποία διέθεταν την απόλυτη πλειοψηφία), τους αποκαλούσε λοιπόν «εχθρόν της Ελλάδος, μικρόβιον του εθνικού μαρασμού, παράσιτον του Ελληνικού οργανισμού, επιδημίαν, πανώλην, χολέραν, υπονόμους, αρουραίους, ακρίδας, χολεριασμένους, πολιτικούς καταδίκους».
Και ο εκδότης της εφημερίδας αυτής, ο υπογράφων τις παραπάνω γραμμές, δεν ήταν οποιοσδήποτε «χηνοφτεροκράτης» φίλος του Βενιζέλου. Ήταν ο Σπυρίδων Σίμος, υπουργός των Φιλελευθέρων σε όλες τις κυβερνήσεις τους από το κράτος της Θεσσαλονίκης μέχρι τη 10ετία του 1930…
Ενώ την επομένη σχεδόν της μεγάλης εκλογικής ήττας του κόμματος αυτού το 1920, συγκεκριμένα στις 4 Νοεμβρίου 1920, ο Γεώργιος Βλάχος, απευθυνόμενος, όπως ήταν ο τίτλος του άρθρου του, «Τω κυρίω Ελευθερίω Βενιζέλω» έγραφε στην Καθημερινή: «Μας κατήντησες να ευχώμεθα την ήτταν της Ελλάδος»! (Ο αναγνώστης του βιβλίου μου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του: Η Δίκη των ‘Έξι’» θα βρει αρκετά για τις ρίζες και τις εκδηλώσεις αυτού του μίσους»). Και υπάρχουν βέβαια και άλλα αναρίθμητα ανάλογα παραδείγματα από μεταγενέστερες εποχές.
Ωστόσο, η ύπαρξη σαφούς κομματικής υποστήριξης είναι συμβατή με τη φύση του γραπτού Τύπου, που καταγράφει μονολόγους και μονοσήμαντες πολιτικές παρεμβάσεις. Αντίθετα, η φύση των πολιτικών εκπομπών του ηλεκτρονικού και ιδιαίτερα του τηλεοπτικού Τύπου είναι, με τους δημοσιογράφους «διαιτητές», να οργανώνει διαλόγους μεταξύ πολιτικών αντίθετων χώρων, των οποίων οι εκπρόσωποι είναι ελεύθεροι για ανταλλαγή επιχειρημάτων και διαξιφισμών.
Αυτό, λοιπόν, που παρατηρείται τελευταία -και όλο και πιο έντονα όσο πλησιάζουν οι εκλογές- σε αρκετούς τηλεοπτικούς δίαυλους, που υποστηρίζουν τη σήμερα κυβερνητική παράταξη, θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί «καψωχισμός με αντίστροφο πρόσημο».
Συχνά υποτιμώντας ακόμη και την ικανότητα των φιλοξενούμενων κυβερνητικών στελεχών (ενίοτε τέτοια, υπό το πρόσχημα της «επιστημονικής αρμοδιότητας», καλούνται να μιλήσουν κυρίως για εξωτερική πολιτική και άνευ αντιπάλου) να υποστηρίξουν τις θέσεις του κόμματός τους, επιτίθενται στους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης με μένος, μονομέρεια και μεροληπτικότητα, φανατισμό και μισαλλοδοξία που θυμίζουν τον στίχο του Σολωμού «Οι καμπάνες πληρωμένες κάνουνε σαν βουρλισμένες». Λες και θέλουν να αποδείξουν στους εργοδότες τους πως είναι άξιος ο μισθός τους.
Ή, στους εργοδότες των εργοδοτών τους (αν υποθέσουμε πως υπάρχουν τέτοιοι, πάντως υπήρξε έστω και αν δεν δημοσιοποιήθηκε η «λίστα Πέτσα») πως τους υπηρετούν ευσυνείδητα. Υποτιμώντας, εξ υπερβάλλοντος ζήλου ή ελλείπουσας κουλτούρας, το προφανές…
Πρόσθετος φανατισμός στους ήδη πεπεισμένους δεν φέρνει πρόσθετους ψήφους. Αντιθέτως, απωθεί μετριοπαθείς και αμφιταλαντευόμενους, δείχνοντάς τους πως και το κόμμα του αστικού πολιτισμού που επέλεξαν το 2019 ίσως δεν διαφέρει πολύ από το κόμμα του πολακισμού, που είχε εισαγάγει νωρίτερα μεθόδους βαρβαρότητας και εκτράχυνσης τους εθνικού δημόσιου βίου: Μετά από κάποιο σημείο στα μάτια της κοινής γνώμης ταυτίζονται οι απροκάλυπτα υποστηρικτές με το πολιτικό υποκείμενο που άκριτα και άμετρα υποστηρίζουν.
ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΣΧΕΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Η πολύπλευρη απαιδευσία του κ. Τσίπρα είναι πασίδηλη. Όπως επίσης και η αδυναμία του να ακολουθήσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική βασιζόμενη πάνω σε συγκροτημένη πολιτική φιλοσοφία, κάτι που συχνά τον ωθεί σε αξιολύπητη και φτηνά τυχοδιωκτική «καταδίωξη της πραγματικότητας». (Π.χ. «κλέβεις 20 ευρώ, καταλήγεις με μια σφαίρα στο κεφάλι. Κλέβεις σπίτια, γίνεσαι βουλευτής»).
Ωστόσο, ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ είναι αδιαμφισβήτητο πολιτικό ταλέντο, κάτι που όλο και πιο πολύ τον διαφοροποιεί από τον τραγικά ατάλαντο αρχηγό του ΠΑΣΟΚ, στοιχείο επικίνδυνο και για τη ΝΔ, το οποίο –σε συνδυασμό με την ευρύτερη και επιταχυνόμενη φθορά της- ίσως φέρει νωρίτερα και τις εκλογές.
Πηγή: liberal.gr