Του Μπάμπη Παπαδημητρίου
Λίγο πολύ, πέρυσι και εφέτος, τα περισσότερα βασικά οικονομικά μεγέθη γύρισαν στα επίπεδα προ της κρίσης. Με τρεις σημαντικές διαφορές. Ένα, δεν έχουμε κρατικά ελλείμματα, σπουδαίο. Δύο, ενώ το δημόσιο χρέος είναι σήμερα εκεί που βρισκόταν λίγο πριν σκάσει το κράτος (γύρω στο 140% του ΑΕΠ) δεν υπάρχει κίνδυνος επειδή οι ευρωεταίροι μας έχουν πάρει πάνω τους το ελληνικό χρέος. Τρίτον, παραμένουμε στο ευρώ. Ίσως, το πιο σημαντικό.
Σημειώνω, σχετικά με το τελευταίο, κάτι από την τελευταία έκθεση της Moody’s. Ο συγκεκριμένος οίκος αναβάθμισε την ασφάλεια δανεισμού του κράτους (και των τραπεζών) στη βαθμίδα Aa3, που είναι έξι βαθμίδες πάνω από τον γενικό βαθμό επενδυτικής ασφάλειας που έδωσε στη χώρα. Σημειώνει μάλιστα, ότι αυτή η τόσο σημαντική διαφορά αντανακλά «τα οφέλη από το ισχυρό κοινό θεσμικό, νομικό και κανονιστικό πλαίσιο της ζώνης του ευρώ, καθώς και από τη στήριξη της ρευστότητας και άλλους μηχανισμούς διαχείρισης κρίσεων και αντικατοπτρίζει την άποψη του οίκου για τον ελάχιστο κίνδυνο εξόδου (από το ευρώ).
Από την άλλη, ο κατώτατος μισθός μόλις που ξεπερνά εκείνον του 2010. Όταν, βεβαίως, υπολογίσουμε τον μεσολαβήσαντα πληθωρισμό τα πράγματα χειροτερεύουν, αφού το επίπεδο των τιμών καταναλωτή αυξήθηκε, μεταξύ 2010 και 2024 (25 χρόνια) γύρω στο 20% λόγω του πληθωριστικού κύματος μετά την πανδημία και τον ρώσικο πόλεμο.
Αυτό το ποσοστό είναι που «λείπει» από τις ονομαστικές αμοιβές όταν συγκρίνονται με τις αντίστοιχες αμοιβές άλλων κρατών, με τα οποία ήμασταν, τότε, πολύ κοντά. Αν όμως κοιτάξουμε τα στοιχεία για το πραγματικό, δηλαδή μετά τον πληθωρισμό, κατά κεφαλήν εθνικό προϊόν, το επίπεδο για την Ελλάδα δεν διαφέρει ουσιαστικά από εκείνο των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Που σημαίνει ότι έχουμε κλείσει την ψαλίδα συγκριτικού εισοδηματικού πλούτου. Χρειάζεται όμως να αυξήσουμε τις ονομαστικές αμοιβές με ταχύτερο ρυθμό ώστε να βελτιώσουμε σημαντικά και πραγματικά το βιοτικό μας επίπεδο.
Άλλη μια σοβαρή ένδειξη ότι η οικονομική κατάσταση έχει, λίγο πολύ, επιστρέψει στα προ κρίσεως επίπεδα έρχεται από την αγορά ακινήτων, η οποία, όπως είναι γνωστό, ακολουθεί τις δικές της, διαφορετικές, διακυμάνσεις. Σύμφωνα με σημείωμα της διεύθυνσης μελετών της Eurobank, μετά από 7 χρόνια συνεχούς ανόδου, ο δείκτης τιμών διαμερισμάτων υπολείπεται κατά -1,3% σε σύγκριση με τα προ κρίσης χρέους επίπεδα.
Σε δύο, πολύ σημαντικά μεγέθη, δεν έχουμε επιτύχει το απαραίτητο comeback. Το ένα είναι οι επιχειρηματικές επενδύσεις. Χρειαζόμαστε πολλές περισσότερες, ιδίως ξένες επενδύσεις, για να καλύψουμε και το άνοιγμα στο ισοζύγιο συναλλαγών με το εξωτερικό.
Το δεύτερο είναι οι πιστώσεις, τα δάνεια δηλαδή, των τραπεζών προς την οικονομία. Διατηρούνται πολύ πίσω από το κατ’ αναλογίαν του προ κρίσεως επιπέδου. Όσο αυτό παραμένει χαμηλό τόσο θα παραμένουν ασθενικές και οι επενδύσεις. Γιατί, όπως όλοι γνωρίζουν, χωρίς δάνεια επενδύσεις δεν γίνονται. Αν μάλιστα δεν είχαμε, σήμερα, σημαντικό, αν και όχι επαρκές, πλήθος καλών επιχειρήσεων, με καλά και καθαρά βιβλία, οι οποίες μπορούν να δανείζονται απευθείας στις αγορές κεφαλαίου τα πράγματα θα ήσαν πολύ χειρότερα.
Είναι κρίμα ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που εξελέγη για να στηρίξει την επιχειρηματικότητα ώστε να κάνουν οι καλές επιχειρήσεις τη διαφορά και να μας οδηγήσουν σε καλύτερο επίπεδο αγοραστικής δύναμης δείχνει, εσχάτως, αδιαφορία προς αυτόν τον στόχο.
Πηγή: liberal.gr