Του Μπάμπη Παπαδημητρίου

Στις 14 Ιουλίου 2015, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε μια επικαιροποίηση των τρεχουσών εκτιμήσεών του για το ελληνικό κρατικό χρέος. Ιδού μερικές διαπιστώσεις, κάποιες εκ των οποίων επιβεβαιώθηκαν, ενώ άλλες όχι. Το σημαντικό όμως είναι ότι, στη βάση εκείνων των εκτιμήσεων, το Ταμείο ζήτησε να συμπεριληφθεί στο νέο πρόγραμμα διάσωσης (το γνωστό ως «Τρίτο Μνημόνιο») η δέσμευση των Ευρωπαίων πιστωτών να προχωρήσουν σε μια νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Αυτό δεν συνέβη εξ ου και το ΔΝΤ αποχώρησε λίγο αργότερα από την παρακολούθηση του προγράμματος.

Ευτυχώς, υπό και αυτήν την πίεση, λίγο πριν από την ολοκλήρωση του Μνημονίου, έγινε μια σημαντική αναδιάρθρωση, με την οποία συνεχίζουμε και σήμερα. Δεν έγινε όμως, ούτε τότε, ούτε αργότερα, κανένα «κούρεμα». Η πεποίθησή μου –και όχι μόνον η δική μου– ήταν και είναι ότι το «κούρεμα» θα είχε γίνει εφόσον οι δύο διαδοχικές κυβερνήσεις (Σαμαρά και Τσίπρα) είχαν ακολουθήσει έναν πιο έξυπνο δρόμο συμβιβασμών αντί των «ιδεολογικών» συγκρούσεων που επελέγησαν. Και μπορεί η αρχική σύγκρουση να κατέληξε σύντομα σε εκλογές. Όμως, η αυτοχειρία στην οποία οδήγησε ο Τσίπρας την ελληνική οικονομία ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν πήραμε τελικά μια δεύτερη ευκαιρία, ύστερα από εκείνη που διαχειρίστηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου στους πρώτους μήνες του 2012.

Μπορείτε, στη συνέχεια, να διαβάσετε μερικά αποσπάσματα από εκείνο το σημείωμα του Ταμείου. Συγκεκριμένα:

  • «Αν πριν ένα χρόνο είχαν εφαρμοστεί οι πολιτικές του προγράμματος όπως είχαν συμφωνηθεί, δεν θα χρειαζόταν νέα περαιτέρω ανακούφιση χρέους για να επιτευχθούν οι στόχοι. Όμως, οι καθυστερήσεις του προηγούμενου έτους οδήγησαν σε σημαντική αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών –κατά περισσότερο από 60 δισεκατομμύρια ευρώ– σε σχέση με το επίπεδο που είχε εκτιμηθεί μόλις πριν από μερικές εβδομάδες. Τα γεγονότα των τελευταίων δύο εβδομάδων (κλείσιμο τραπεζών και επιβολή περιορισμών κεφαλαίων, πριν και μετά το δημοψήφισμα) επιβάρυναν σοβαρά το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία, οδηγώντας σε περαιτέρω σημαντική επιδείνωση των απαραίτητων χρηματοδοτικών αναγκών. Συγκεκριμένα, το πρόσθετο ποσό που απαιτείται μέχρι τέλος 2018 θα ανέλθει σε 85 δισ. ευρώ αυξημένο κατά 25 δισ. εκείνου που είχε μετρηθεί προ δύο εβδομάδων».

Ως εκ τούτου, οι προβλέψεις του Ταμείου άλλαξαν ως εξής: το χρέος εκτιμήθηκε πως θα φθάσει στο ανώτατο επίπεδο του 200% επί του ΑΕΠ στα δύο επόμενα χρόνια, έναντι προηγούμενης πρόβλεψης για άνοδο μέχρι το 177% του ΑΕΠ. Ακολούθως θα πάει, έλεγε το Ταμείο, στο 170% το 2022, αντί του 142% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη.

Σημείωση: το χρέος έφτασε στο 180% το 2017, αλλά πήγε στο 207% το 2020, όταν χρειάστηκε να εγγραφούν πρόσθετες εγγυήσεις λόγω των κόκκινων δανείων, τα οποία συνέχισαν να μην εξυπηρετούνται με τη σιωπηρή «υποστήριξη» της τότε κυβέρνησης. Όμως, το 2022 το χρέος πράγματι ήταν στο 172,7% του ΑΕΠ.

Συνέχεια στις προβλέψεις του Ταμείου: Αναμένεται ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα για τις επόμενες δεκαετίες της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ. «Λίγες χώρες έχουν καταφέρει να το κάνουν αυτό. Η ανατροπή των βασικών μεταρρυθμίσεων του δημόσιου τομέα που έχουν ήδη εφαρμοστεί –ιδίως των μεταρρυθμίσεων του συνταξιοδοτικού και των κρατικών υπηρεσιών– χωρίς να υπάρχει ακόμη καμία προσδιορισμένη εναλλακτική μεταρρύθμιση, εγείρει ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει αυτόν τον στόχο. Επιπλέον, η αποτυχία να αντισταθεί στις πολιτικές πιέσεις για τη χαλάρωση του στόχου, που έγινε εμφανής μόλις το πρωτογενές ισοζύγιο πέρασε σε πλεόνασμα, προκαλεί επίσης αμφιβολίες σχετικά με την υπόθεση ότι τέτοιοι στόχοι μπορούν να διατηρηθούν για παρατεταμένες περιόδους. Η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι της πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτές τις ανησυχίες τους προσεχείς μήνες».

Σημείωση: Πράγματι, το πρωτογενές αποτέλεσμα ήταν μεγαλύτερο από 3% μέχρι την πανδημική κρίση (2020-2022) και επανήλθε στο ίδιο άνω του 3% πέρυσι και εφέτος.

Στη συνέχεια, το Ταμείο έγραψε το εξής «υπέροχο»!

  • «Υποθέτουμε ότι η Ελλάδα θα καταφέρει να περάσει από τους χαμηλότερους σε υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης παραγωγικότητας και συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στην ευρωζώνη, κάτι που θα απαιτήσει πολύ φιλόδοξες και σταθερές μεταρρυθμίσεις. Για να συμβεί αυτό, η Κυβέρνηση –η οποία έχει αναστείλει βασικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις– θα πρέπει να καθορίσει ισχυρές και αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις στο πλαίσιο των προσεχών προγραμματικών συζητήσεων».

Σημείωση: Η Ελλάδα δεν έκανε πρακτικά τίποτε προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιθέτως, μεταρρύθμισε το ασφαλιστικό σύστημα σε τόσο βάρβαρο βαθμό, ώστε να διασφαλίζονται δημοσιονομικά πλεονάσματα χωρίς αυτά να προκύπτουν από την ανάπτυξη της οικονομίας και χωρίς να μειώνεται η ανεργία. Μέχρι και την πανδημία ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν γύρω στο μόλις 1% και η ανεργία «κόλλησε» στο 20%. Τα πράγματα άλλαξαν με την επαναφορά της οικονομίας μετά τη βύθιση της πανδημίας: στην πενταετία 2021-2025, ο μέσος ρυθμός ανόδου του εθνικού εισοδήματος, μετά τον πληθωρισμό, ήταν πάνω από 4% και η ανεργία μειώθηκε στο 7%.

Παρά ταύτα, η Ελλάδα δεν πέτυχε, ακόμη μέχρι σήμερα, συγκριτικά ζηλευτούς, δηλαδή καλύτερους από εκείνους των άλλων οικονομιών, ρυθμούς βελτίωσης της παραγωγικότητας, κυρίως λόγω υστέρησης των επενδύσεων από το επιθυμητό προς το αποτέλεσμα επίπεδο.

Φανταστείτε να το είχαμε επιτύχει. Το μεν ΔΝΤ θα είχε επιβεβαιωθεί και σε αυτό, κυρίως όμως, η ζωή των πολλών θα είχε βελτιωθεί εντυπωσιακά. Μπορούμε ακόμη, αν και όλα δείχνουν ότι ετοιμαζόμαστε εντατικά για το επόμενο μεγάλο λάθος.

Πηγή: liberal.gr