Του Αλέξανδρου Σκούρα

Η συζήτηση για τον κατώτατο μισθό έχει πάρει φωτιά τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Για πολλούς, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό μοιάζουν αυτονόητα επωφελείς: Αναβαθμίζουν τις απολαβές των χαμηλόμισθων εργαζομένων και βελτιώνουν το βιοτικό τους επίπεδο. Ωστόσο, μία νέα μελέτη του John Horton, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης (NYU), δημοσιευμένη στην επιθεώρηση American Economic Review, φέρνει στο προσκήνιο τις «κρυφές» πτυχές των αυξήσεων στον κατώτατο μισθό, ειδικά για τους λιγότερο έμπειρους ή χαμηλής παραγωγικότητας εργαζομένους.

Η έρευνα αυτή ξεχωρίζει για τη μεθοδολογία της, καθώς βασίζεται σε ένα τυχαίο πείραμα ελέγχου (randomized control trial) μεγάλης κλίμακας σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα εύρεσης εργασίας. Εκεί, επιχειρήσεις αναρτούν αγγελίες για διάφορες εργασίες (από καταχώρηση δεδομένων μέχρι γραφιστική ή προγραμματισμό), ενώ οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι υποβάλουν προτάσεις συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένων των επιθυμητών ωριαίων αποδοχών τους. Στη συνέχεια, η πλατφόρμα «ταίριαξε» τυχαία περίπου 160.000 αγγελίες σε τέσσερις ομάδες:

  1. Μία ομάδα ελέγχου, χωρίς κανέναν κατώτατο μισθό (ουσιαστικά με 0 δολάρια ως ελάχιστο).
  2. Τρεις ομάδες με κατώτατο μισθό στα 2, 3 και 4 δολάρια την ώρα.

Χάρη σε αυτή την τυχαία διαστρωμάτωση, ο Horton μπορούσε να παρακολουθήσει πώς αντιδρούν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι σε διαφορετικά επίπεδα κατώτατου μισθού, χωρίς την προκατάληψη που συχνά συναντάμε σε άλλες σχετικές μελέτες.

Το αποτέλεσμα; Επιβεβαιώθηκε η – κλασική για τους οικονομολόγους – πρόβλεψη ότι όσο ακριβότερο γίνεται το ωριαίο κόστος εργασίας, τόσο μειώνονται οι προσλήψεις και οι συνολικές ώρες εργασίας. Ακόμα πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι το ποιοι επηρεάστηκαν εντονότερα: οι εργαζόμενοι χαμηλής παραγωγικότητας.

Σύμφωνα με τη μελέτη, οι επιχειρήσεις προσπάθησαν να αντισταθμίσουν το υψηλότερο εργατικό κόστος αποκλείοντας όσους εργαζόμενους έκριναν λιγότερο αποδοτικούς. Εστιάστηκαν, δηλαδή, στους πιο «εμπειροπόλεμους» και παραγωγικούς υποψηφίους, «πετώντας εκτός» όσους είχαν λιγότερη εμπειρία ή δεξιότητες. Έτσι, ακόμα κι αν τα δεδομένα στο σύνολό τους δεν έδειχναν μεγάλη μείωση στην απασχόληση, αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι μια «υπόγεια» ανακατανομή: οι πιο ανταγωνιστικοί κερδίζουν, οι πιο αδύναμοι «χάνονται».

Αυτή η κατάσταση μοιάζει αντιφατική ως προς τους στόχους της πολιτικής για τον κατώτατο μισθό. Αν το ζητούμενο είναι να ενισχυθούν οι οικονομικά πιο ευάλωτοι, τα στοιχεία του Horton υποδεικνύουν πως οι ίδιοι αυτοί εργαζόμενοι τελικά πληρώνουν βαρύτερο τίμημα, καθώς αυξάνεται ο αποκλεισμός τους από την αγορά εργασίας.

Επιπλέον, η μελέτη δείχνει ότι οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν και άλλες «σιωπηλές» στρατηγικές προσαρμογής: για παράδειγμα, περιορίζουν εργασιακά προνόμια, μειώνουν τις διαθέσιμες ώρες ή επιφορτίζουν τους καλύτερους εργαζόμενους με περισσότερες αρμοδιότητες ώστε να καλύψουν τα κενά. Οι κινήσεις αυτές σπάνια αποτυπώνονται με σαφήνεια στα στατιστικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να υποτιμούμε – ή και να αγνοούμε – το πώς οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό αλλάζουν την αγορά.

Τα συμπεράσματα της μελέτης δεν σημαίνουν ότι ο κατώτατος μισθός δεν έχει θέση στις πολιτικές ενίσχυσης των χαμηλόμισθων. Ωστόσο, μας προειδοποιούν ότι δεν πρόκειται για «δωρεάν γεύμα». Όπως κάθε παρέμβαση στην αγορά, έτσι και το θεσμικό όριο των αποδοχών έχει παράπλευρες συνέπειες που πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από τους σχεδιαστές πολιτικής. Ούτε αρκεί να παρακολουθούμε μόνο τους γενικούς δείκτες ανεργίας. Αντίθετα, οφείλουμε να εξετάζουμε ποιες κοινωνικές ομάδες πλήττονται από τη μετατόπιση της ζήτησης εργασίας.

Σε τελική ανάλυση, η έρευνα του Horton δείχνει έναν δρόμο για πιο λεπτομερή και ακριβή αξιολόγηση των παρεμβάσεων: μέσα από καινοτόμα πειράματα, μπορούμε να εντοπίσουμε όχι μόνο τι γίνεται «μεσοσταθμικά», αλλά και πώς η κατανομή των εργαζομένων επηρεάζεται κρυφά από τη νομοθεσία.

Όταν, λοιπόν, διαμορφώνουμε πολιτικές για τη στήριξη των χαμηλόμισθων, καλό είναι να μη μένουμε στις καλές προθέσεις και τους γενικούς αριθμούς, αλλά να «σκάβουμε» σε βάθος: Ποιος μένει απ’ έξω; Ποιος χάνει τη δουλειά του; Και τελικά, πώς αντιμετωπίζουμε το παράδοξο ότι ορισμένες φορές η πολιτική που φτιάχτηκε για τους αδύναμους μπορεί να γυρίσει εναντίον τους;

Πηγή: liberal.gr