Του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη
Με το θηριώδες ποσοστό 87%, σε μία εκλογική διαδικασία που περισσότερο θύμιζε τα περιβόητα από την ρωσική ιστορία «Χωριά Ποτέμκιν», εξελέγη για 6η φορά πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας ο Βλαντίμιρ Πούτιν.
Το ποσοστό θυμίζει τις παλιές, καλές σοβιετικές εποχές, αλλά και τις μεταγενέστερες στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και νυν ανεξάρτητα κράτη της Κεντρικής Ασίας.
Με την «εκλογή» αυτή ο Πούτιν πάει να σπάσει το ρεκόρ παραμονής στην εξουσία που είχε ο Στάλιν, ο οποίος έγινε γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1922 και πέθανε το 1952.
Ως προς το αδιάβλητο, δημοκρατικό χαρακτήρα αυτών των εκλογών, έχουμε τις μαρτυρίες των «ξένων, ανεξάρτητων παρατηρητών», όπως ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ο Ιωάννης Κοτσαηλίδης του Πανελληνίου Κινήματος Ελληνορωσικής Φιλίας, ο πρώην ευρωβουλευτής και υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ Σωτήρης Ζαριανόπουλος και ο Θρασύβουλος Ευτυχίδης, ο οποίος συστήνεται ως διεθνολόγος – αναλυτής. Το γεγονός ότι στην «παρέα» τους ήταν και τριμελής αντιπροσωπεία του γερμανικού ακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική για την Γερμανία» (AfD), δεν επιτρέπει σε κανέναν να κάνει άσχημες σκέψεις, παρά μόνο το «όμοιος ομοίω αεί πελάζει».
Το κύριο συμπέρασμα αυτών των «εκλογών» είναι πως με αυτές, κλείνει στην Ρωσία ένας μεγάλος, ιστορικός κύκλος που ξεκίνησε το 1905 με την πρώτη ρωσική επανάσταση και, ένας μικρότερος, οι απαρχές του οποίου βρίσκονται το 1991, τη χρονιά κατάρρευσης και διάλυσης της Ε.Σ.Σ.Δ.
Η Ρωσία επανήλθε στις προαιώνιες «εργοστασιακές της ρυθμίσεις», με την παλινόρθωση της ασιατικής δεσποτείας, της βαριάς αυτής κληρονομιάς της Χρυσής Ορδής. Οι εκλογές ήταν απλά το ντεκόρ για την επιβεβαίωση της απόλυτης κυριαρχίας του μη εστεμμένου, μα «εκλεγμένου τσάρου», ο οποίος σήμερα ταυτίζεται όχι μόνο με τον ηγέτη, αλλά και την ενσάρκωση του πολυεθνικού, πολυθρησκευτικού έθνους, το οποίο «περικυκλωμένο» από εχθρούς, πολεμάει κατά του ναζισμού ανά τον κόσμο.
Ήταν το 1909, όταν στη συλλογή «Σταθμοί, άρθρα για την ρωσική διανόηση» (Вехи), ο στοχαστής και φιλόσοφος Μιχαήλ Γκερσενζόν, κατέγραψε την πικρή διατύπωση πως αν αφήσεις ελεύθερο τον ρωσικό λαό, αυτός θα επιλέξει τους αυταρχικούς.
Στη Δύση ξοδεύτηκαν τόνοι μελάνης και χαρτιού για την ανάλυση των αποτελεσμάτων αυτών των «εκλογών» στην Ρωσία. Κάποιοι τα αποδίδουν στο σκληρό, αυταρχικό καθεστώς και στις διώξεις των αντιφρονούντων που φτάνουν σε πολυετείς φυλακίσεις ή ακόμη και σε περίεργους «θανάτους» μέσα και έξω από τις φυλακές. Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν πως τα αποτελέσματα είναι «μαγειρεμένα», προκειμένου να δείξουν πως η ρωσική κοινωνία υποστηρίζει και συσπειρώνεται γύρω από τον ηγέτη – πατέρα του έθνους. Υπάρχουν και εκείνοι που κάνουν λόγο για εκτεταμένη νοθεία και παραχάραξη των αποτελεσμάτων. Και οι τρεις αυτές απόψεις έχουν εν μέρει δίκιο. Δεν αρκούν, όμως, για να ερμηνεύσουμε το αποτέλεσμα.
Ας ξεκινήσουμε από τον πανίσχυρο, προπαγανδιστικό μηχανισμό του Κρεμλίνου, ο οποίος ελέγχει όλα, κυριολεκτικά, τα ΜΜΕ που υπάρχουν στην Ρωσία. Εδώ και μήνες, ο μηχανισμός αυτός κατάφερε να δημιουργήσει την αίσθηση στους εκλογείς πως η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας τάσσεται υπέρ του Πούτιν, αυξάνοντας έτσι την αίσθηση αδυναμίας αντίδρασης σε εκείνους τους λίγους και γενναίους που θα ήθελαν να δράσουν διαφορετικά.
Επιπλέον, οι συνυποψήφιοι του Πούτιν, ήταν απλά ανδρείκελα των λεγόμενων συστημικών κομμάτων που διαθέτουν κοινοβουλευτικές ομάδες στη Δούμα, αλλά εξαρτώνται πλήρως τόσο από την κρατική επιχορήγηση που αποφασίζει η προεδρία της χώρας, όσο και από το βαθμό αφοσίωσης και πίστης στον ηγέτη.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το μεγαλύτερο μέρος αν όχι της κοινωνίας, τουλάχιστον του εκλογικού σώματος, έχει ταυτιστεί με τον ηγέτη, εκχωρώντας του εν λευκώ τη διαχείριση όλων των σημαντικών ζητημάτων στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική και, κυρίως, στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας.
Για να γίνει κατανοητή αυτή η στάση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη βαθιά ριζωμένη νοοτροπία του ρωσικού πληθυσμού, οι απαρχές της οποίας βρίσκονται στα πρώτα χρόνια διαμόρφωσης των ανατολικών σλαβικών φύλων, γύρω στον 7ο και 8ο μ.Χ. αιώνα, όπου υπήρχε ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «εκείνους» και σε «εμάς». Όπου εκείνοι ήταν η στρατιωτική και διοικητική ιεραρχία – ελίτ και εμείς, ο απλός λαός.
Από τον διαχωρισμό αυτό, προκύπτει ένα άλλο, βασικό χαρακτηριστικό της επονομαζόμενης «ρωσικής ψυχής», την οποία τόσο στρεβλά προσέλαβαν οι δυτικοί ιστορικοί και λογοτέχνες και δεν είναι άλλο από τον διαβόητο κομφορμισμό του πληθυσμού, βασικό μοτίβο συμπεριφοράς του οποίου είναι: «είστε η ελίτ, κλέψτε, ρημάξτε, κάνετε ό,τι θέλετε, αλλά αφήστε μας ήσυχους να δούμε πως θα επιβιώσουμε».
Κλασσικό παράδειγμα αυτού του κομφορμισμού ήταν η στάση της σοβιετικής κοινωνίας στα χρόνια της Μεγάλης Τρομοκρατίας επί Στάλιν, όταν όλοι έβλεπαν ανθρώπους να εξαφανίζονται μέσα σε μια νύχτα, αλλά κανείς δεν μιλούσε ή αντιδρούσε. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και κατά τη δεκαετία των ματαιωμένων προσδοκιών 1991 – 2000 και τον ερχομό στην εξουσία ενός άγνωστους αντισυνταγματάρχη της ΚΑ.ΓΚΕ.ΜΠΕ., στον προεδρικό θώκο.
Το εκλογικό σώμα στην Ρωσία, με τις επιλογές του, το μόνο που κατάφερε ήταν να επεκτείνει χρονικά το «ειδικό καθεστώς απολυταρχίας» για άλλα έξι, τουλάχιστον χρόνια. Όπως όλες οι επιλογές, έτσι κι αυτή, έχουν το τίμημά τους. Μόνο που αυτό θα κληθούν να το καταβάλουν στο ακέραιο αυτοί που επέλεξαν αυτόν τον δρόμο, πράγμα όχι ασυνήθιστο στην ρωσική ιστορία.
Πηγή: liberal.gr