Του Κυριάκου Μπερμπερίδη
37 χρόνια πριν, το μακρινό 1988, ο Ανδρέας Παπανδρέου συγκάλεσε μια σύσκεψη του Εκτελεστικού Γραφείου του ΠΑΣΟΚ με αντικείμενο την εκτίμηση της τότε πολιτικής κατάστασης. Το ΠΑΣΟΚ κυβερνούσε ήδη 7 χρόνια και η φθορά φαινόταν πια μη αναστρέψιμη με την αλαζονεία, την εκτεταμένη διαφθορά και την επιδείνωση όλων των οικονομικών δεικτών, να ρίχνουν βαριά τη σκιά τους και να προδιαγράφουν την επερχόμενη ήττα.
Μετά τους δελφίνους της τότε τρόικας και τα υπόλοιπα πρωτοκλασάτα στελέχη, μίλησε στο τέλος και η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη λέγοντας κάτι που έμελλε να μείνει στην ιστορία:
-Πρόεδρε νομίζω πως δεν αρέσουμε πια.
Ήταν μια διαπίστωση απλή μεν στη σύλληψή της, που απεικόνιζε όμως ακριβώς την πραγματικότητα, περιγράφοντας εύστοχα την ουσία του προβλήματος.
Όταν ειπώθηκε αυτό, το ΠΑΣΟΚ, παρ’ ότι υπολειπόταν δημοσκοπικά της Νέας Δημοκρατίας, κατέγραφε ποσοστά της τάξεως του 40%, παραμένοντας πανίσχυρο.
Και διερωτάται κανείς τι θα έλεγε η Μελίνα αν ζούσε, για το σημερινό ΠΑΣΟΚ.
Το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ, ένα ιστορικό κόμμα που κυβέρνησε η συγκυβέρνησε αυτή τη χώρα τα μισά περίπου χρόνια της Μεταπολίτευσης, είναι πια η σκιά του εαυτού του και δεν δείχνει σημάδια ανάκαμψης παρά τις πρόσκαιρες δημοσκοπικες εκλάμψεις που ακολούθησαν τις εκλογές του 2021 και του 2024 για την ηγεσία του.
Στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του ’23, πήρε μόνο το 11,46% όταν επιδίωξε «ισχυρό διψήφιο» για να σχηματίσει «προοδευτική κυβέρνηση» με πρωθυπουργό τον άγνωστο Χ αν η Νέα Δημοκρατία δεν πετύχαινε αυτοδυναμία. Δε θυμάμαι πιο αποτυχημένη εκλογική καμπάνια κόμματος, στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Και στις ευρωεκλογές του ’24, πήρε μόνο 12,79%, όταν οι εκλογές αυτές στις οποίες δεν κρίνεται κυβέρνηση, ευνοούν παραδοσιακά τα μικρά κόμματα και την αντιπολίτευση. Κι όλα αυτά μ ’έναν Σύριζα σε αποδρομή αλλά και με μια κυβέρνηση που κατέγραψε σημαντική φθορά σε σχέση με τις εθνικές εκλογές.
Μοιραία λοιπόν τέθηκε πάλι θέμα ηγεσίας, αλλά ο Ανδρουλάκης επανεξελέγη μάλλον εύκολα λίγους μήνες μετά, καθώς είναι μανούλα στα εσωκομματικά και ελέγχει με ανθρώπους της επιρροής του ακόμα τους καφετζήδες της Χαριλάου Τρικούπη. Αλλά αυτό δυστυχώς δε φτάνει για να γίνει κανείς ηγέτης στην εποχή μας.
Για να φτάσουμε στο σήμερα, όπου το ΠΑΣΟΚ έρχεται σταθερά τρίτο στις δημοσκοπήσεις μετά την Πλεύση Ελευθερίας, την ώρα που νοιώθει και την καυτή ανάσα του Βελόπουλου.
Ακούω πολλούς να λένε ότι φταίει ο αρχηγός γιατί είναι λίγος και δεν τραβάει. Μπορεί να είναι αλήθεια, δεν παύει όμως αυτό να είναι ταυτόχρονα και μια υπεραπλούστευση.
Μαζί με τον Ανδρουλάκη, στις τελευταίες εκλογές για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ κατέβηκαν και άλλοι 5 υποψήφιοι. Υποπτεύομαι βάσιμα ότι όποιος και να εκλεγόταν, δεν θα κατάφερνε κάτι καλύτερο. Ίσως μάλιστα με μερικούς, τα πράγματα να πήγαιναν ακόμα χειρότερα. Γιατί το πρόβλημα είναι βαθύτερο και αρκετά πιο περίπλοκο.
Το brand ΠΑΣΟΚ δεν πουλάει πια και το κόμμα -όπως θα το έθετε και η Μελίνα- δεν αρέσει.
Η διείσδυση στους νέους είναι σχεδόν ανύπαρκτη, ενώ και η εκλογική επιρροή στις μεγάλες περιφέρειες παραμένει εξαιρετικά χαμηλή. Η δύναμη του ΠΑΣΟΚ είναι κατά βάση στην επαρχία.
Η ρητορική είναι παρωχημένη, μυρίζει μούχλα και θυμίζει έντονα δεκαετία του ’80.
Το πολιτικό προσωπικό είναι φτωχό και τα πρωτοκλασάτα στελέχη σε άλλες εποχές δε θα τα έπαιρναν ούτε για κλητήρες.
Το κόμμα δίνει την εντύπωση ότι ζει ακόμα με τις δάφνες του κάποτε ένδοξου παρελθόντος. Αλλά η ζωή προχωρά και όποιος δεν προσαρμόζεται στις αλλαγές, είναι μοιραίο να μείνει πίσω.
Είναι βεβαίως αλήθεια ότι το ΠΑΣΟΚ έβαλε πλάτη στη δύσκολη τριετία 2012-2014 και για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς πλήρωσε και τίμημα δυσανάλογο.
Αλλά αντί αυτό να αποτελεί τίτλο τιμής, ξορκίζεται με ανοησίες του τύπου «δεν πρόκειται να συγκυβερνήσουμε ποτέ ξανά με τη Δεξιά». Ασφαλώς δεν περιμένει κανείς από ένα κόμμα της αντιπολίτευσης να ανοίξει τα χαρτιά του και να πει εκ των προτέρων με ποιον θα συνεργαστεί η όχι. Αλλά ούτε και περιμένει κανείς από ένα σοβαρό κόμμα, να απαρνείται το παρελθόν του. Τουλάχιστον η αείμνηστη Φώφη είχε την ευφυΐα να δηλώνει ότι «δε θα αφήσουμε τη χώρα ακυβέρνητη», αφήνοντας έστω όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
Στο σημερινό ΠΑΣΟΚ κυριαρχεί αντιθέτως η θολούρα. Η στρατηγική είναι ανύπαρκτη, η τακτική-αν υπάρχει- είναι μπερδεμένη.
Την ώρα που ο Γερουλανος τάσσεται υπέρ των «προοδευτικών κυβερνήσεων» με το «όλοι χωράνε», η Διαμαντοπουλου αποκλείει κάθε σκέψη για «λαϊκά μέτωπα».
Την ώρα που ο ίδιος ο Ανδρουλάκης μιλάει κατ’ επανάληψη για «προοδευτική διακυβέρνηση», αποδοκιμάζει τις δηλώσεις Γερουλανου, χαρακτηρίζοντάς τες ως «άστοχες». Ο δε Δούκας συμβουλεύει ότι στο ΠΑΣΟΚ πρέπει όλοι να είναι «αντισυμβατικοί αλλά όχι αντισυστημικοι». Τι ακριβώς εννοεί δεν είναι σαφές. Αλλά δεν έχει και καμμιά σημασία.
Την ώρα που το ΠΑΣΟΚ τάσσεται υπέρ του εκσυγχρονισμού της εκλογικής νομοθεσίας, καταψηφίζει την επιστολική ψήφο. Την ώρα που τάσσεται υπέρ της αναβάθμισης της Παιδείας, καταψηφίζει τα μη κρατικά ΑΕΙ. Την ώρα που τάσσεται υπέρ των επενδύσεων, καταψηφίζει την εξυγίανση των Ναυπηγείων. Και την ώρα που το ΠΑΣΟΚ τάσσεται υπέρ του ΕΣΥ, καταψηφίζει τα απογευματινά χειρουργεία.
Ακατανόητες αποφάσεις που δεν εξηγούνται με βάση τη λογική παρά μόνο ίσως με την εμμονή να μην ταυτιστεί με τη «Δεξιά». Αλλά εκεί είναι ακριβώς που το ΠΑΣΟΚ χάνει το παιχνίδι της αξιοπιστίας. Ο κόσμος σπανίως εκτιμά το «όχι σε όλα».
Και αντί τέλος το ΠΑΣΟΚ να επιδιώξει άνοιγμα στο Κέντρο, ακολουθεί μια αντιφατική τακτική που δεν είναι καθόλου ξεκάθαρη. Χώρια που επιμένει να χαρακτηρίζει «γενίτσαρους» τα πρώην εκσυγχρονιστικά του στελέχη που το εγκατέλειψαν για να συνεργαστούν με τον Μητσοτάκη.
Πέρα λοιπόν από περισπούδαστες αναλύσεις για το τι φταίει, ένα είναι σίγουρο.
Ότι το ΠΑΣΟΚ δεν τραβάει γιατί δεν αρέσει πια. Και δεν αρέσει γιατί δεν πείθει και δεν εμπνέει. Το αν ξαναγίνει κάποτε ελκυστικό, μένει να φανεί. Αλλά οι πιθανότητες πλέον δεν είναι καθόλου υπέρ του.
Πηγή: liberal.gr