Του Δημήτρη Καμπουράκη
Πρωτογνώρισα τον Κώστα Σημίτη όταν ήταν υπουργός Γεωργίας και πάλευε να αξιοποιήσει τα περίφημα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα. Δεν μου γέμιζε το μάτι για τύπο που επί χούντας έβαζε βόμβες. Κάλυψα ως πολιτικός συντάκτης όλη του την πορεία, υπουργική, εσωκομματική και πρωθυπουργική, μέχρι τη στιγμή της οριστικής του αποχώρησης. Πήγα μαζί του σε περισσότερες από είκοσι τακτικές και έκτακτες Συνόδους Κορυφής. Επίσης σε όλες και κωμοπόλεις της Ελλάδας. Θυμάμαι εκατοντάδες σημαντικά αλλά και μικρά ασήμαντα περιστατικά.
Τον θυμάμαι να βγαίνει ενοχλημένος από το εξοχικό του στους Αγίους Θεοδώρους και να μας ρωτά γιατί πήγαμε ως εκεί με τις κάμερες. Ήταν το απόγευμα της ημέρας που ο Ανδρέας τον είχε εξαναγκάσει σε παραίτηση από το υπουργείο Βιομηχανίας. Τον θυμάμαι δυο μέρες πριν το καθοριστικό Συνέδριο του 1996, να μπαίνει στα μουλωχτά στην είσοδο της πολυκατοικίας του Μιλτιάδη Παπαϊωάννου, πρωθυπουργός ων, και πίσω από τις φυλλωσιές του ρέματος Χαλανδρίου να τον σημαδεύουν ίσα με πέντε κρυμμένες κάμερες. Η πληροφορία για την κρυφή συνεδρίαση των εκσυγχρονιστών είχε διαρρεύσει. Πεντακόσια μέτρα πιο κάτω συνεδρίαζαν οι Τσοχατζοπουλικοί.
Ήμουν έξω από το Μέγαρο Μαξίμου όταν μετά το φιάσκο Οτσαλάν μάζεψε το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά μόλις έκατσαν στο τραπέζι τους έδιωξε λέγοντας τους ότι κάνει ανασχηματισμό. Και κατέβαιναν οι υπουργοί τέσσερα-τέσσερα τα σκαλιά του Μαξίμου για να τρέξουν να μαζέψουν τα πράγματα τους, ενώ εμείς σκαρφαλωμένοι στα κάγκελα τους φωνάζαμε «τι τρέχει ρε παιδιά και φεύγετε;». Εκείνοι κουνούσαν τα χέρια τους γεμάτοι απορία. Μόνο ο Πάγκαλος, σκασμένος στα γέλια φώναξε, «μας ξήλωσε».
Δεν θυμάμαι τον ακριβή χρόνο, πάντως μπροστά στο τζάκι του Μαξίμου, μετά το τέλος κάποιων δηλώσεων με έναν ξένο ηγέτη, σ’ ένα πηγαδάκι μαζί του, είχα αποτολμήσει να τον ρωτήσω «τι έγινε με τον Θόδωρο;». Ο Θόδωρος Τσουκάτος, ο στενότερος συνεργάτης του που σχεδόν τον είχε χρήσει αρχηγό και πρωθυπουργό, ενώ κυβερνούσε αντ’ αυτού τη χώρα, είχε εξαφανιστεί απότομα από προσώπου γης, δίχως να μάθουμε την αιτία. Ο Κώστας Σημίτης με τράβηξε παραπέρα και μου είπε κοφτά. «Αυτή την ερώτηση δεν θα μου την ξανακάνεις ποτέ». Ύστερα μου γύρισε την πλάτη κι έφυγε.
Ήμουν στο αεροπλάνο λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2003, μάλλον επιστρέφοντας από Βρυξέλλες, στο οποίο ο Κώστας Σημίτης κάθισε με τον υπουργό Εξωτερικών του, Γιώργο Παπανδρέου στις μπροστινές θέσεις και μίλησαν για καμιά ώρα. Ύστερα ο Γιώργος ήρθε προς το μέρος μας και μας είπε «τα συζητήσαμε, θα πράξω το καθήκον μου». «Ποιο καθήκον;», τον ρωτήσαμε εμείς ανυποψίαστοι. «Εγώ θα είμαι υποψήφιος του ΠΑΣΟΚ στις επόμενες εκλογές», μας απάντησε. Και μείναμε εμείς κάγκελο. Τότε ο Σημίτης του είπε πρώτη φορά ότι του παραδίδει την αρχηγία. Επίσημα και μπροστά στις κάμερες, του έδωσε το δακτυλίδι στο σπίτι του στην Αναγνωστοπούλου στις 6 Ιανουαρίου του 2004. Αλλά η πρώτη συμφωνία τους, έγινε on air έναν μήνα νωρίτερα.
Συνάντησα τον Κώστα Σημίτη τυχαία σ’ ένα εστιατόριο στην οδό Ζαλοκώστα πολλά χρόνια μετά την αποχώρηση του, μέσα στην οικονομική κρίση. Μπήκα και τον είδα να τρώει με κάποιον σ’ ένα τραπέζι στη γωνιά. Πλησίασα και τον χαιρέτησα. «Πάχυνες Δημήτρη», μου είπε. «Μας έχετε λείψει κύριε Πρόεδρε», του είπα εγώ. «Άστα αυτά, σε κανέναν δεν λείπω», μου είχε απαντήσει πικρόχολα.
Μικρές στιγμές, για να λέμε κι εμείς ότι ζήσαμε κάτι από την Ιστορία, από μια αθέατη γωνιά της.
Πηγή: liberal.gr