Του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη
Η δήλωση του Νίκου Ανδρουλάκη πως «δεν θα δέσει τα κορδόνια του Κυριάκου Μητσοτάκη», αναφορικά με την ίδρυση παραρτημάτων ξένων, μη κρατικών, μη κερδοσκοπικών πανεπιστημιακών σχολών, φαντάζομαι ότι ενθουσίασε τα εναπομείναντα, γηραιά μέλη του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, που ένιωσαν μια allure της αλήστου μνήμης δεκαετίας του ’80.
Την ίδια στιγμή, η φράση αυτή δεν σήμαινε τίποτα για τη νέα γενιά, εκείνη δηλαδή που θα είναι αποδέκτης των πλεονεκτημάτων της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας και η οποία έχει προ πολλού γυρίσει την πλάτη της σε όλους εκείνους που διαγκωνίζονται στο μεγάλο «μέτωπο του ΟΧΙ σε όλα».
Τι κι αν κορυφαίοι επιστήμονες συνταγματολόγοι, ένας εκ των οποίων ήταν και αρχηγός του κόμματος του κ. Ανδρουλάκη, εξήγησαν σε γλώσσα κατανοητή την ουσία της υπόθεσης. Τι κι αν στελέχη αυτού του κόμματος που γνωρίζουν την ιστορία του, ανέδειξαν το θέμα ως κύριο χαρακτηριστικό της ταυτότητάς του, για το οποίο έδωσαν σκληρές και άνισες μάχες στο παρελθόν. Ξέχασαν τις προσπάθειες του Γιώργου Παπανδρέου και τις λυσσαλέες αντιδράσεις που συνάντησαν από το βαθύ, πανεπιστημιακό κατεστημένο;
Παρόμοια τακτική «ήξεις αφήξεις» ακολούθησε και σε άλλα εμβληματική ζητήματα της εποχής μας, όπως το νομοσχέδιο για τα ομόφυλα ζευγάρια, με συνεχείς παλινωδίες, γεγονός που προκάλεσε σύγχυση στο εκλογικό του κοινό, αλλά κι ακόμη παραπέρα.
Αναρωτιέται κανείς λοιπόν, αν η σημερινή ηγεσία αυτού του κόμματος θέλει όντως να το αναδείξει ως εναλλακτική, κυβερνητική πρόταση, ικανή να δίνει απαντήσεις στα ζητήματα και τις ανάγκες της εποχής, ή αν θέλει να το περιορίσει σε ένα κόμμα διαμαρτυρίας, με εκλογικό ποσοστό αρκετό για τη συντήρηση και την αναπαραγωγή της νομενκλατούρας του.
Από την απάντηση στο ερώτημα αυτό θα κριθεί τόσο η πορεία του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ στο άμεσο μέλλον, με τις ευρωεκλογές, όσο και η θέση που θα κατοχυρώσει στο πολιτικό σύστημα.
Κανείς δεν ζητάει από το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ του κ. Ανδρουλάκη και τους περί αυτόν, να ταυτιστούν με τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανώφελο και ανόητο.
Εκείνο που ζητάει, όμως, η ελληνική κοινωνία, είναι η κατάθεση μεταρρυθμιστικών προτάσεων από τα κόμματα -τουλάχιστον του συνταγματικού τόξου- προτάσεων που θα οδηγούν τα πράγματα προς τα εμπρός και όχι να στρέφουν προς τις παλιές, καλές, δοκιμασμένες, αλλά αποτυχημένες συνταγές του ευνουχισμού των μεταρρυθμίσεων από τους θύλακες της στασιμότητας και της οπισθοδρόμησης. Και τέτοιοι θύλακες υπάρχουν πάρα πολλοί στα ελληνικά ΑΕΙ, όπως μας έδειξε ο λυσσαλέος πόλεμος τόσο στο νόμο Γιαννάκου, όσο και στο νόμο Διαμαντοπούλου.
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, θα πρέπει να αποφασίσει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει. Θα γίνει ένα κόμμα που αφουγκράζεται το παρόν, οραματίζεται το μέλλον και εργάζεται για το κοινό καλό ή θα παραμείνει μία πολιτική σέχτα χωρίς αντίκρισμα και αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία, πλην των γερασμένων, γεμάτων νοσταλγία για τα παλιά, καλά χρόνια του ΠΑΣΟΚ χρόνια.
Έτσι, όμως, το κόμμα δεν θα πάει μακριά και θα καθηλωθεί, όπως άλλωστε δείχνουν και οι δημοσκοπήσεις, σε ένα διψήφιο μεν ποσοστό, ανίκανο δε θα επηρεάσει τις εξελίξεις και να επιβάλει τη δική του ατζέντα.
Αν και η σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ, έχει χάσει πολύτιμο χρόνο για τη σκηνοθεσία μίας πολιτικής ρετροσπεκτίβας θέλοντας να γοητεύσεις εκείνους που μετανάστευσαν στον ΣΥΡΙΖΑ, τα χαμένα χρόνια της κρίσης, διαθέτει, ωστόσο, χρόνο για να παρουσιάσει ένα άλλο, σύγχρονο πρόσωπο, γοητευτικό σε όλες τις ηλικίες των ψηφοφόρων.
Σε διαφορετική περίπτωση, πολύ φοβάμαι πως ο κ. Ανδρουλάκης όχι μόνο δεν θα δένει τα κορδόνια του Μητσοτάκη, αλλά θα σκοντάφτει στα λυμένα δικά του, ενώ φοράει παντοφλέ παπούτσια.
Πηγή: liberal.gr