Του Αλέξανδρου Σκούρα
Ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα έχει συχνά χαρακτηριστεί από έντονη πόλωση, υπερβολές και προσωπικές επιθέσεις. Η πρόσφατη διαμάχη μεταξύ του δημοσιογράφου Άρη Πορτοσάλτε και του οικονομολόγου-influencer Κοσμά Μαρινάκη δεν αποτελεί εξαίρεση. Η υπόθεση αυτή, πέρα από την ένταση που προκάλεσε, μας υπενθυμίζει τη σημασία της υπεύθυνης άσκησης της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά και την ανάγκη για σεβασμό στις θεμελιώδεις αρχές της αξιοπρέπειας και της τεκμηριωμένης κριτικής.
Ο Άρης Πορτοσάλτε είναι αναμφισβήτητα μία από τις πιο παρεξηγημένες προσωπικότητες της ελληνικής δημοσιογραφίας. Όσοι τον γνωρίζουν προσωπικά ή παρακολουθούν τη δουλειά του βλέποντας πέρα από τις καρικατούρες που παρουσιάζουν οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι, βλέπουν έναν άνθρωπο με ακεραιότητα, συνέπεια και ποιότητα. Από την άλλη, το κανάλι του Κοσμά Μαρινάκη στο YouTube αποτελεί ένα σημαντικό μέσο εκλαΐκευσης της οικονομικής σκέψης. Έχει βοηθήσει εκατομμύρια ανθρώπους να κατανοήσουν βασικά οικονομικά φαινόμενα, καθιστώντας τη συμβολή του στον δημόσιο διάλογο, κατά βάση, θετική.
Ωστόσο, το βίντεο που προκάλεσε την αντιπαράθεση μεταξύ των δύο, όχι μόνο ξεπέρασε τα όρια της αποδεκτής κριτικής, αλλά έθεσε και σοβαρά ηθικά και νομικά ζητήματα. Ο χαρακτηρισμός «Πορτογλύφτε» ήταν αναγνωρίσιμος σε οποιονδήποτε λογικό παρατηρητή και σαφώς συνδεδεμένος με τον Πορτοσάλτε. Επιπλέον, η ειρωνική αποποίηση ευθυνών από τον Μαρινάκη με τη φράση «Τυχόν ομοιότητες με πραγματικές χώρες, ονόματα, σήματα, και κόμματα είναι συμπτωματικές. Η, ίσως και όχι.» υπονόμευσε περαιτέρω οποιονδήποτε ισχυρισμό περί φανταστικού χαρακτήρα. Ο Μαρινάκης, σε αυτό το βίντεο, κατηγόρησε ουσιαστικά τον Πορτοσάλτε ως μέρος ενός δήθεν διεφθαρμένου τριγωνικού συστήματος εξουσίας, χωρίς να προσκομίσει καμία τεκμηρίωση για τους ισχυρισμούς του.
Η απόφαση του Πορτοσάλτε και του ΣΚΑΪ να κινηθούν νομικά ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να φωτογραφίζει δημόσια πρόσωπα με τόσο αρνητικό τρόπο χωρίς αποδείξεις. Η απόσυρση του βίντεο από τον Μαρινάκη, προφανώς μετά από συμβουλές των δικηγόρων του, αποτελεί σιωπηρή παραδοχή της προβληματικής φύσης του περιεχομένου. Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο βίντεο είχε έναν πιο επιθετικό και απλοϊκό τόνο σε σύγκριση με τα υπόλοιπα του καναλιού του ήταν επίσης μια δυσάρεστη έκπληξη. Η εξήγηση για τα καρτέλ, για παράδειγμα, ήταν υπεραπλουστευμένη και στερούνταν του συνήθους βάθους και της σοβαρότητας που χαρακτηρίζουν τις περισσότερες παραγωγές του Μαρινάκη.
Η διαμάχη αυτή εγείρει ευρύτερα ερωτήματα για την ποιότητα και τις ευθύνες του δημόσιου διαλόγου. Ο Μαρινάκης, όπως πολλοί Έλληνες της διασποράς, δείχνει δικαιολογημένη απογοήτευση για την κατάσταση στην Ελλάδα. Ωστόσο, αυτή η οργή, που συχνά πηγάζει από τη σύγκριση με τα συστήματα που ισχύουν στο εξωτερικό, μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολές και αστοχίες. Οι επιτυχημένοι Έλληνες της διασποράς, οι οποίοι έχουν προκόψει σε διεθνές επίπεδο μέσω της αξιοκρατίας, συχνά τείνουν να αντιμετωπίζουν την ελληνική πραγματικότητα με υπερβολική αυστηρότητα. Αυτή η έλλειψη επαφής με την καθημερινότητα μπορεί να οδηγήσει σε βιαστικές και άδικες κρίσεις.
Η ελευθερία της έκφρασης είναι θεμελιώδης αξία για κάθε δημοκρατική κοινωνία, αλλά δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως ασπίδα για ατεκμηρίωτες προσωπικές επιθέσεις. Η κριτική, όσο αυστηρή κι αν είναι, πρέπει να βασίζεται σε στοιχεία και να αποφεύγει την προσωπική στοχοποίηση. Το επεισόδιο αυτό είναι μια υπενθύμιση ότι ο δημόσιος διάλογος πρέπει να υπηρετεί την αναζήτηση της αλήθειας και όχι να διολισθαίνει σε ακραίες υπερβολές που υπονομεύουν την ποιότητα της συζήτησης.
Αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα προσωπικής αξιοπρέπειας αλλά και ζήτημα δημοκρατικής ευθύνης.
Πηγή: liberal.gr