Του Κώστα Στούπα

Διαθέτοντας την επαγγελματική εμπειρία τόσο της χρηματιστηριακής ανάλυσης όσο και της πολιτικοοικονομικής αρθρογραφίας, αντιλαμβάνομαι πόσο ξεκάθαρα είναι τα πράγματα στο χρηματιστήριο – σε αντίθεση με την πολιτική.

Στην πολιτική μπορείς να «τζογάρεις», να χάσεις όλο σου το πολιτικό κεφάλαιο, και στο τέλος να υποδύεσαι τον δικαιωμένο. Να παρουσιάζεις τις αποτυχίες ως «στρατηγικές νίκες» και τις ήττες ως «αξιοπρεπείς συμβιβασμούς». Στο χρηματιστήριο όμως, κάτι τέτοιο δεν γίνεται. Αν ξεκινήσεις με 100 χιλιάδες ευρώ και τα χάσεις όλα, δεν υπάρχει αφήγημα να σε σώσει. Δεν μπορείς να ισχυριστείς ότι «τελικά κέρδισες».

Το 2012, όταν ο Αλέξης Τσίπρας ξεκινούσε τον καλπασμό προς την εξουσία, είχε πει την ιστορική φράση:

«Δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για αυταπάτες ούτε για υποχωρήσεις. Ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν».

Η μοίρα στάθηκε γενναιόδωρη μαζί του. Του έδωσε την ευκαιρία να «τελειώσει» το παλιό πολιτικό σύστημα, αυτό που –κατά κοινή ομολογία– οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία.

Το 2015 όμως, ο Τσίπρας έκανε μια επιλογή που όρισε τη μετέπειτα πορεία του: Αντί να συμμαχήσει με κάποιον πραγματικά «νέο», επέλεξε να συγκυβερνήσει με τον Πάνο Καμμένο – ακροδεξιό, ψεκασμένο, και πρώην μέλος κυβερνήσεων του παλιού συστήματος που ο ίδιος υποτίθεται ότι θα ανέτρεπε.

Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη φράση-μαργαριτάρι του Καμμένου στη Βουλή:

«Εσείς στα τέσσερα!»

Μια «κουτσαβάκικη» απόπειρα να στιγματίσει τη μνημονιακή συμμόρφωση των αντιπάλων, σεξιστική και χυδαία, αλλά ενθουσιώδης για ένα κοινό που βλέπει την πολιτική σαν πεζοδρόμιο και reality show.

Αν τότε ο Τσίπρας είχε επιλέξει κάποιον σαν τον Σταύρο Θεοδωράκη –που δεν είχε λάβει μέρος σε καμία κυβέρνηση του κατεστημένου– ίσως η ιστορία να είχε γραφτεί αλλιώς.

Δέκα χρόνια μετά, η φράση «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» ηχεί πικρά ειρωνική. Ο ΣΥΡΙΖΑ φυτοζωεί κοντά στο 5% και είναι θέμα χρόνου να πέσει κάτω από το όριο του 3%, όταν θα κοπούν οι σταθερές σταγόνες της κρατικής επιδότησης.

Όσο για τους ΑΝΕΛ; Εξαφανίστηκαν από τον χάρτη, όταν οι περισσότεροι βουλευτές τους αντάλλαξαν τα «αντιμνημονιακά» και τα «Μακεδονία ξακουστή» με την προοπτική παράτασης της παρουσίας τους στη Βουλή.

Όλα αυτά καλό είναι να τα θυμόμαστε, για να μπορούμε να «κοστολογούμε» σωστά τις τωρινές κραυγές περί εθνικού ενδοτισμού και πολιτικών «καρπαζοεισπρακτόρων».

Γιατί, την περασμένη δεκαετία, οι πιο σκληροί «καρπαζοεισπράκτορες» αποδείχθηκαν τελικά αυτοί που φώναζαν περισσότερο για προδοσίες και ενδοτισμούς.

Μηνύματα Αναγνωστών

Περί Λιβύης

Αξιότιμε κ. Στούπα,

Πολλά λέγονται και γράφονται για τη Λιβύη και τη συμπεριφορά των ηγετών της – τόσο από τη Δύση όσο και από την Ανατολή. Θεωρώ πως η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί με σαφείς και αποφασιστικές κινήσεις στα εξής:

Οποιαδήποτε χρηματοδότηση της Λιβύης από την Ευρωπαϊκή Ένωση να προϋποθέτει τη σύμφωνη γνώμη της Αθήνας.

Άμεση ανακήρυξη των 12 ναυτικών μιλίων νοτίως της Κρήτης και καθορισμός ΑΟΖ βάσει της αρχής της μέσης γραμμής.

Μια τέτοια ενέργεια δεν αντίκειται στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας. Είναι καιρός το Υπουργείο Εξωτερικών να προχωρήσει χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις.

Με εκτίμηση,
Β.Τ.

Απάντηση:

Αγαπητέ κ. Β.Τ.,

Οι θέσεις σας είναι εύστοχες και αγγίζουν τον πυρήνα ενός ζητήματος που –για ανεξήγητους ή εξηγήσιμους λόγους– το ελληνικό κράτος αποφεύγει να αντιμετωπίσει με την απαιτούμενη σοβαρότητα.

Η Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες, λειτουργεί φοβικά σε ό,τι αφορά την άσκηση κυριαρχικών της δικαιωμάτων, ακόμα κι όταν αυτά κατοχυρώνονται σαφώς από το Διεθνές Δίκαιο. Οι 12 ναυτικά μίλια είναι δικαίωμα, όχι διεκδίκηση. Όπως και η οριοθέτηση ΑΟΖ με βάση τη μέση γραμμή.

Η σύνδεση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης της Λιβύης με τη συναίνεση της Ελλάδας είναι, επίσης, μια λογική και απολύτως εφαρμόσιμη πρόταση στο πλαίσιο της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας της ΕΕ.

Το ερώτημα είναι: υπάρχει πολιτική βούληση ή συνεχίζουμε να παραπέμπουμε τα αυτονόητα στο διηνεκές, υπό το φόβο του «μη τυχόν ενοχληθεί» η Άγκυρα ή κάποιος «σύμμαχος»;

Πηγή: liberal.gr