Του Μπάμπη Παπαδημητρίου

Έχουν περάσει (πάρα) πολλά χρόνια, αλλά η μεγάλη εντύπωση που μου προξένησε το γεγονός που θα περιγράψω αμέσως έχει μείνει ανεξίτηλη. Ηταν το 1970, όταν βρέθηκα, ξαφνικά να συνεχίζω το σχολείο στο LycéeRodin εις Παρισίους. Όταν, στο μάθημα της Ιστορίας του 19ου αιώνα (κάποιοι θα θυμούνται ότι στο ελληνικό σχολείο τα γεγονότα σταματούσαν στην ίδρυση του ελληνικού κράτους) φθάσαμε στα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας, ο καθηγητής, γκωλικός ρεπουμπλικάνος, ζήτησε από τους μαθητές, να ετοιμάσουν το μάθημα αλλά και τη συζήτηση που θα ακολουθούσε επί των συνταρακτικών γεγονότων του 1871.

Τον ρώτησα μετά αν οι καθηγητές μπορούσαν να παραδίδουν όπως τους φαινόταν καλύτερο και αν ήσαν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τη «γραμμή του υπουργείου». Η απάντησή του ήταν ότι το κάθε Λύκειο είναι μια ανεξάρτητη μονάδα γνώσης και ότι η μόνη υποχρέωση του καθηγητή είναι να διασφαλίζει την καλή απορρόφηση των γνώσεων κάθε μαθήματος κατά τον γενικό προγραμματισμό της Εθνικής Διεύθυνσης Παιδείας. Η Επιθεώρηση είχε την ευθύνη να ελέγχει την αξιοσύνη των παιδαγωγών ώστε όλοι, μα όλοι, οι μαθητές να έχουν ένα ελάχιστο αλλά όσο γίνεται υψηλότερο επίπεδο κοινών γνώσεων.

Αυτά πριν πενήντα χρόνια. Από τότε και μέχρι σήμερα, κάθε φορά που είχα την ευκαιρία, διαπίστωνα ότι οι μαθητές των περισσοτέρων ευρωπαϊκών σχολείων είχαν πολύ καλύτερες βασικές γνώσεις σε όλα τα πεδία. Και κάθε φορά που πήγαινε παρακάτω η συζήτηση αυτή, διαπίστωνα ότι το εκπαιδευτικό σύστημα στις προηγμένες χώρες όχι μόνον δίνει χώρο αυτονομίας στο κάθε σχολείο, αλλά τοποθετεί τον εκάστοτε Διευθυντή σε ρόλο «διευθύνοντος συμβούλου» και τους καθηγητές σε ρόλους «μάνατζερ». Το αποτέλεσμα μετρά.

Διαβάζω από τον πάντα έγκυρο συνάδελφο Λακασά, ότι το υπουργείο Παιδείας σκέφτεται να δώσει ρόλο σπουδαίας ευθύνης στους διευθυντές των 10.800 σχολικών μονάδων της χώρας, ενισχύοντας την αυτονομία τους. Μαθαίνω, με την ευκαιρία, ότι «η Ελλάδα έχει τον μικρότερο δείκτη αυτονομίας ανάμεσα σε όλες τις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, με πάνω από 80% των αποφάσεων να λαμβάνεται σε κεντρικό επίπεδο», όταν στο μέσο όρο του ΟΟΣΑ το ποσοστό αυτό είναι στο 35%. Και σκέφτομαι: αν είμαστε τόσο πίσω σε έναν τόσο κρίσιμο «δείκτη», πώς να μην έχουμε μείνει πίσω σε παραγωγικότητα ως χώρα, σε καθυστέρηση κραυγαλέα στην απόκτηση μαθηματικών γνώσεων, ενός αλγοριθμικού τρόπου σκέψης, αντιμετώπισης και επίλυσης προβλημάτων για τα οποία απαιτείται η καλύτερη δυνατή Εκπαίδευση.

Καθόλου τυχαία όλα αυτά, αλλά και καθόλου τυχαία η καθυστέρηση της χώρας σε ό,τι αφορά την ενσωμάτωση των νέων δυνατοτήτων της Τεχνητής Νοημοσύνης και των εργαλείων της Πληροφορικής.

Ποια σχέση έχουν όμως αυτά με το μάθημα της Ιστορίας; Μαθήματα όπως η Ιστορία, η Γλώσσα/Σύνταξη αλλα και οι Ψυχολογία και Κοινωνιολογία (που ακόμη και στο Πανεπιστήμιο εισήχθησαν στη δεκαετία του ’90) είναι απαραίτητα για να στηρίξουν αυτό που ονομάζουμε «ολοκληρωμένη εγκύκλια μόρφωση».

Χρειαζόμαστε μια επαναστατική αναδιοργάνωση των Σχολείων μας. Μια νέα διασύνδεση της λεγόμενης Μέσης Εκπαίδευσης, το μεγάλο κενό του ελληνικού συστήματος, με την Ανώτατη Εκπαίδευση. Η επί δεκαετίες μονοδιάστατη προσπάθεια να κριθεί η σχολική επίδοση με την εργασιακή και επαγγελματική επιτυχία, έχει μειώσει, αν όχι και εξαφανίσει, την ανάγκη μιας συνολικής ανθρωπιστικής κουλτούρας. Ισως μάλιστα να είναι χρήσιμες -κι ας είναι ελιτίστικες- οι σκέψεις του νεαρού Νίτσε για την κατάσταση των Πανεπιστημίων της εποχής του.

Η αυτονομία των διευθυντών σημαίνει καλύτερος έλεγχος αλλά και την προσέλκυση ταλέντων στην Εκπαίδευση. Που θα σπρώξουν συστηματικά την μαθηματική γνώση και τις ανάλογες αλογοριθμικές ικανότητες δίπλα στην πλατωνική «ανάμνησι», την συσχέτιση δηλαδή της Γνώσης με την Αρετή. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια νέα τάξη καλά πληρωμένων εκπαιδευτών, ικανών να σταθούν με θάρρος και αυτοπεποίθηση μπροστά στα παιδιά και τους νέους μας, μακριά από το δημοσιοϋπαλληλίκι. Κάτι περισσότερο δηλαδή από την απαγόρευση χρήσης των κινητών τηλεφώνων ή την εγκατάσταση ιδιωτικών «πανεπιστημίων»…

Πηγή: liberal.gr