Του Σάκη Μουμτζή
Μια ανοησία δεν αντιμετωπίζεται με επιχειρήματα. Είναι λάθος τακτικής, διότι δίνεις αξία σε κάτι ανάξιο λόγου. Η απόπειρα να προσεγγιστεί, να αναλυθεί και να αξιολογηθεί ένα έργο που γράφτηκε πριν από σχεδόν 90 χρόνια με ακραίες αντιλήψεις του σήμερα, τελικά οδηγεί σε μια γενικευμένη απόρριψη, με λόγο καταγγελτικό. Συνεπώς, προσπερνάς παρόμοιες κριτικές και πηγαίνεις παρακάτω.
Θα είχε επί του προκειμένου ενδιαφέρον, αν όλοι αυτοί οι κήρυκες της woke κουλτούρας επιχειρούσαν να κατεδαφίσουν με τα ίδια εργαλεία που επιχείρησαν να κατεδαφίσουν τη «Μεγάλη χίμαιρα» και τον λεγόμενο εμπορικό ελληνικό κινηματογράφο. Αποτελεί κραυγαλέο παράδειγμα προβολής όλων των ιδεολογημάτων που οι οπαδοί της «επαγρύπνησης» πολεμούν και θέλουν να εξαφανίσουν από τον χάρτη. Όμως δεν τόλμησαν να τον ακουμπήσουν. Και πώς να το κάνουν;
Ασχολούμενοι με τον Καραγάτση, απευθύνονται σε ένα κοινό περιορισμένο μπροστά στα εκατομμύρια που παρακολουθούν τις ταινίες του εμπορικού κινηματογράφου. Που γελούν και συμπάσχουν με τους ήρωες του. Αν προσπαθήσουν να τον αποδομήσουν διότι αναπαράγει πατριαρχικά, σεξιστικά, ομοφοβικά και τα λοιπά στερεότυπα που βρίσκονται στη μαύρη λίστα της woke κουλτούρας, τότε θα γίνουν καταγέλαστοι από το σύνολο της κοινωνίας, πλην των λεγόμενων θολοκουλτουριάρηδων που σιτίζονται από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το Υπουργείο Πολιτισμού. Που η απήχηση των έργων τους είναι ευθέως ανάλογη του αριθμού των συγγενών και φίλων τους.
Μάλιστα, καλόν θα ήταν να ασχοληθούν πειραματικά με την ταινία «το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» που τα έχει όλα. Πρώτα-πρώτα προκαλεί ο τίτλος της ταινίας, καθώς εξαγνίζει τη χειροδικία. Ακολουθούν οι μπάτσες των καθηγητών κατά των μαθητριών. Διπλό το παράπτωμά τους. Σηκώνουν χέρι και μάλιστα σε δεσποινίδες. (Δε γνωρίζω αν η λέξη «δεσποινίδα» είναι πλέον δόκιμη ή εξοβελιστέα. Πάντως, τις προάλλες που προσφώνησα μια 18χρονη με τη λέξη «δεσποινίδα», με κοίταξε επιτιμητικά και μου είπε «όλες κυρίες είμαστε»).
Και τρίτον και το σπουδαιότερο, ο καθηγητής, το λαϊκό παιδί, που χαστουκίζει το άτακτο και κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο, παρουσιάζεται ηθικά δικαιωμένος στα μάτια του κοινού. Σε μια και μοναδική ταινία παρατηρείται η πλήρης η καταστροφή των προτύπων της woke ατζέντας, κάτι που μέχρι στιγμής έχει περάσει απαρατήρητο από τους θεματοφύλακές της.
Μετά τον Καραγάτση σειρά θα έπρεπε να έχει ο Σακελλάριος.
Υποθέτω πως σε μια δυστοπική κοινωνία σαν αυτή που τείνει να κυριαρχήσει στις ΗΠΑ, οι ταινίες του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου ή θα είχαν απαγορευθεί ή θα είχαν προσαρμοστεί στα προτάγματα της «επαγρύπνησης». Σίγουρα, σε αυτό το πλαίσιο της αναμόρφωσης, σε όλες τις ταινίες της δεκαετίας του 1960 θα υπήρχαν ομοφυλοφιλικές σχέσεις και απαραίτητα θα πρωταγωνιστούσε και ένας έγχρωμος ηθοποιός. Κάτι σαν τον Ντεμέλο ή τον Κατάμα, για τους ποδοσφαιρόφιλους.
Δε θα ήθελα να κουράσω τον αναγνώστη με τους στίχους των ρεμπέτικων και των λαϊκών τραγουδιών εκείνης της εποχής. Απλώς παραθέτω και καταγγέλλω τον Τσιτσάνη!
«Θα κάνω ντου για να σε βρω/Αθήνα και Περαία/κι αν θα σε κάνω τσακωτή/να ξέρεις η βραδιά σου αυτή/ θα είν΄η τελευταία/».
Πηγή: liberal.gr