Του Γιάννη Σιδέρη
Ο ασθενής δικομματισμός συνεχίζεται αδιατάρακτος προς το παρόν, παρά τις αναταράξεις στο εσωτερικό των κομμάτων. Μοιάζει η κοινωνία να πορεύεται ερήμην των εσωκομματικών αναταραχών, των πληγμάτων, των διασπάσεων, τω επικρίσεων, που απασχολούν τους επαγγελματίες της πολιτικής.
Σαν να θεωρεί ότι αυτά αποτελούν εσωτερικά «προβλήματα» πολυτελείας μιας ειδικής, και οικονομικά υπεράνω, επαγγελματικής τάξης, η οποία βρίσκεται μακράν των λαϊκών προβλημάτων. Και το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημά της δεν είναι οι κομματικές και εσωκομματικές διαμάχες και ίντριγκες, αλλά η ακρίβεια, που κατατρώει τα οικογενειακά βαλάντια.
Και παρόλο που υφίσταται το καίριο αυτό πρόβλημα, δεν αποστρέφει οφθαλμόν από την κυβέρνηση, όπως συνάγεται από σειρά δημοσκοπήσεων, με τις τελευταίες να έχουν ενσωματώσει τα πρωτοφανή γεγονότα:
Τις επικρίσεις προς την κυβέρνηση και τη διαγραφή Σαμαρά και τις λιγότερο εκρηκτικές επιτιμήσεις του Καραμανλή. Και από την άλλη, τα αήθη γεγονότα του συνεδρίου ΣΥΡΙΖΑ, τη διάσπαση, την αποσκίρτηση βουλευτών και τη δημιουργία του κόμματος Κασσελάκη.
Μια ακόμη δημοσκόπηση χθες, αυτή της Interview για το Politic.gr, η ΝΔ προηγείται με 27,2% από 25% της προηγούμενης καταγραφής, στο ΠΑΣΟΚ 15,7% από 13,1%, και στον ΣΥΡΙΖΑ 4,3% από 6,6%.
Γιατί άραγε εξακολουθεί η ΝΔ να ηγείται με ουσιώδη διαφορά έναντι του δευτέρου; Ίσως, ο λαός έχει την αίσθηση ότι η ακρίβεια δεν εξαφανίζεται ως δια μαγείας με ένα νόμο, ένα άρθρο. Ίσως, δεν έχει εμπιστοσύνη ότι η αντιπολίτευση έχει ανακαλύψει το μαγικό φωτόσπαθο που θα αποκεφαλίσει τη λερναία ύδρα της ακρίβειας.
Κοντολογίς, ίσως δεν θεωρούν άξια την αντιπολίτευση να της λύσει τα προβλήματα. Και αντί η -αυταρέσκως λεγόμενη- προοδευτική αντιπολίτευση να πείσει για το εχέγγυο των λύσεων που διαθέτει, επιδίδεται σε πιρουέτες συνεργασιών, που ακόμη και αν ευοδώνονταν, τα αποτελέσματά τους θα ήταν πενιχρά.
Γνωρίζαμε για τις κοινές πρωτοβουλίες που θα προωθήσει το ΠΑΣΟΚ σε επίπεδο βάσης, και θα αφορούσαν τα επί μέρους προβλήματα των τοπικών κοινωνιών. Ακόμη και κοινοβουλευτικές κινήσεις, όπως προτάσεις ή νομοσχέδια, τα οποία θα ψήφιζαν από κοινού ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή την τακτική ευνοούσε το ΠΑΣΟΚ. Βλέποντας ότι σταδιακά αποτελεί την ανερχόμενη κυρίαρχη δύναμη του κεντροαριστερού χώρου, στόχευε να ενσωματώσει υπέρ του την αντιπολιτευτική δυναμική που οι πρωτοβουλίες αυτές θα τροφοδοτούσαν.
Ωστόσο, υπάρχουν ένθεν κακείθεν στελέχη που δεν αρκούνται στη σταδιακή ώσμωση των δύο δυνάμεων. Βιάζονται «να φύγει η Δεξιά» με προτάσεις των οποίων η αποτελεσματικότητα είναι αμφισβητούμενη.
Ο Θόδωρος Μαργαρίτης, μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ και επικεφαλής της τάσης «Ανανεωτική Αριστεράς» στο κόμμα (τους έδωσε θέση στο ΠΑΣΟΚ το άνοιγμα της Φώφης Γεννηματά), προτείνει κοινή υποψηφιότητα της εξ αριστερών αντιπολίτευσης, για την Προεδρία της Δημοκρατίας, επειδή «το σημερινό σκηνικό χρειάζεται μια δυνατή πολιτική κίνηση. Το αίτημα της πολιτικής αλλαγής πρέπει να καταγραφεί ανταγωνιστικά με τη ΝΔ».
Δεν αρκείται στη συμβολικότητα μιας τέτοιας κίνησης, αλλά προέβη σε υποβιβασμό της ακεραιότητας του προσώπου της Προέδρου Κατερίνας Σακελλαροπούλου. Ισχυρίστηκε ότι υπάρχει «πρόσδεση της σημερινής ΠτΔ στο κυρίαρχο σύστημα Μητσοτάκη»! (Δεδομένου ότι το ΠΑΣΟΚ ως θεσμικό κόμμα έχει αντιμετωπίσει με την αρμόζουσα σοβαρότητα το θέμα, θα πρέπει να απαντήσει αν συμμερίζεται και πολύ περισσότερο αν το δεσμεύει, η θέση του μέλους του Π.Σ.).
Παράλληλα, ο άοκνος προμηθέας της κεντροαριστερής ενότητας, Διονύσης Τεμπονέρας, κάνει σειρά προτάσεων προς τα κόμματα της κοινοβουλευτικής Αριστεράς, προκειμένου «να αποκατασταθεί η θέση μιας ενιαίας αξιωματικής αντιπολίτευσης» και να πάψει να είναι το ΠΑΣΟΚ αξιωματική αντιπολίτευση.
Σε αυτή συμπεριλαμβάνεται και κατάθεση κοινής πρότασης για την Προεδρία της Δημοκρατίας. Η πρόταση απευθύνεται και στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο με το κύριο σώμα των προτάσεών του, θέλει να καταρρίψει από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης!
Όπως γράφει, «η θέση μιας «ενιαίας» αξιωματικής αντιπολίτευσης μπορεί να αποκατασταθεί μέσα από τη σύμπραξη της υφιστάμενης Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Αριστεράς, ανεξάρτητων βουλευτών, και όποιου άλλου επιθυμεί να συνδράμει».
Απέλπιδες προσπάθειες που δεν κατανοούν ότι οι τεχνητές ενώσεις δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την αποσυρθείσα εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος. Και αυτή κατακτάται με πειστικά προγράμματα όχι με τερτίπια.
Πηγή: liberal.gr