Η απόβαση του στρατού στη Σμύρνη και ο στρατηγός Παρασκευόπουλος
Γράφουν οι: Βασίλης Μηνακάκης, Μυρτώ Κατσίγερα
«Και ο πλέον ψύχραιμος και αδιάφορος θα εννοήση τα συναισθήματά μου την στιγμήν που έλαβον την διαταγήν ν’ αποστείλω Μεραρχίαν προς κατάληψιν της Σμύρνης. Το θεωρούμενον ως όνειρον εγένετο πραγματικότης και εγώ αυτός αμφέβαλλον. Αλλά ταχέως η ψύχραιμος αντίληψις επανήλθε και εμελέτησα τον τρόπον της καλλιτέρας εκτελέσεως. Την διαταγήν έλαβον εκ διαφόρων μερών ίνα ασφαλέστερον και ταχύτερον περιέλθει εις χείρας μου. Hλθε από τους Βενιζέλον, Στεφ Πισσόν Υπουργόν των Εξωτερικών της Γαλλίας, ως και από τας εν Λονδίνω και Παρισίοις Πρεσβείας μας».
Με αυτό τον τρόπο περιγράφει ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος τη στιγμή που του ανακοινώθηκε η απόφαση για την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη (Λ. Παρασκευόπουλος, Αναμνήσεις 1896-1920, τόμ. Β΄, Λαβύρινθος 2020, σελ. 139).
Ο Παρασκευόπουλος ήταν τότε αρχιστράτηγος του ελληνικού στρατού, έχοντας διοριστεί σε αυτήν τη θέση μετά την ανακωχή του Μούδρου (17/30 Οκτωβρίου 1918). Oπως αναφέρει, ένα τηλεγράφημα με ημερομηνία 2 Νοεμβρίου του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Εμμ. Ρέπουλη προς τον ίδιο, που τότε βρισκόταν στην Καβάλα, ηγούμενος του Α΄ Σώματος Στρατού, τον ενημέρωνε σχετικά: «Ελπίζω ελάβατε διαταγήν μεταβήτε Θεσσαλονίκην εις αναπλήρωσιν στρατηγού Δαγκλή καλουμένου εδώ για λόγους υπηρεσίας».
Ο αντιστράτηγος τότε Λεωνίδας Παρασκευόπουλος είχε γεννηθεί στις 7 Οκτωβρίου 1860 στην Κύθνο. Eχοντας καταγωγή από τη Σμύρνη, εγκαταστάθηκε εκεί σε μικρή ηλικία, εξαιτίας των εμπορικών ασχολιών του πατέρα του. Εκεί φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή και ήρθε σε επαφή με τα ιδεώδη της Μεγάλης Ιδέας. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων και έπειτα από επταετείς σπουδές, αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός Πυροβολικού (Νοέμβριος 1881). Την ίδια κιόλας χρονιά συμμετείχε στην προέλαση του ελληνικού στρατού προς κατάληψη της νέας μεθορίου μετά την προσάρτηση της Θεσσαλίας και της Αρτας, όπως είχε οριστεί από τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1878. Το 1898 –ένα χρόνο μετά τη συμμετοχή του στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 (είχε κατέλθει στην Κρήτη με το υπό τον στρατηγό Τιμολέοντα Βάσσο εκστρατευτικό σώμα)– είχε λάβει τον βαθμό του ταγματάρχη, στα τέλη δε της δεκαετίας του 1890 είχε γίνει μέλος της Εθνικής Εταιρείας.
Ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος στη Σμύρνη, στις 28 Ιουλίου 1920. Το ελληνικό στρατηγείο είχε μεταφερθεί εκεί τον Φεβρουάριο της ίδιας χρονιάς (Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα).
Ο διαπρεπής στρατιωτικός και πολιτικός φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης και ήρθε από νωρίς σε επαφή με τις αρχές της Μεγάλης Ιδέας. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-1913), διοικώντας το Β΄ Σύνταγμα Πεδινού Πυροβολικού κατά τη μάχη του Σαρανταπόρου, ανέλαβε υπό τις διαταγές του όλο το πυροβολικό της Στρατιάς, διατελώντας έτσι γενικός αρχηγός του Πυροβολικού στην Ηπειρο. Ανέλαβε επίσης τη διοίκηση της ΙΙ Μεραρχίας και διορίστηκε επιτελάρχης της στρατιάς Ηπείρου από τον στρατηγό Κωνσταντίνο Καλλάρη, ενώ κατά την πολιορκία του Μπιζανίου, ως αρχηγός πυροβολικού της Στρατιάς, προπαρασκεύασε τα πυρά του πυροβολικού μέχρι και τις 20 Φεβρουαρίου 1913. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους, κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο, τέθηκε επικεφαλής της νεοσυνταχθείσας Χ Μεραρχίας, την οποία οδήγησε σε όλες τις μάχες κατά των Βουλγάρων.
Eχοντας προαχθεί σε υποστράτηγο στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ξέσπασε ο Εθνικός Διχασμός προσχώρησε στο κίνημα της Εθνικής Αμυνας και διορίστηκε διοικητής του Σώματος Στρατού Εθνικής Αμύνης. Μετά την επάνοδο του Ελ. Βενιζέλου στην πρωθυπουργία (Ιούνιος 1917) και την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ανέλαβε διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού, το οποίο οδήγησε στο μέτωπο του Στρυμόνα και στην ανακατάληψη της ανατολικής Μακεδονίας.
Ο Λ. Παρασκευόπουλος (καθιστός) με τον επιτελάρχη του Θ. Πάγκαλο (δεξιά του) και άλλους επιτελείς μελετούν τον χάρτη των επιχειρήσεων που ξεκίνησαν τον Ιούνιο του 1920 (Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα).
Εχοντας αυτήν την καταγωγή και αυτήν τη στρατιωτική σταδιοδρομία, εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς τι ένιωσε όταν έλαβε τη διαταγή για άμεση απόβαση ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη. Γράφει ο ίδιος:
«Οποίον αίσθημα εξήγειρε η μεγάλη αυτή είδησις εις τον Ελληνικόν Λαόν και εις τον Εθνικόν Στρατόν. Το μέγα τούτο γεγονός ελάμβανε χώραν όντος Αρχηγού του Στρατού εμού όστις κατήγετο εκ Σμύρνης, και ο Στρατός αυτός θ’ απέδιδε την ελευθερίαν εις τους αγνούς αυτούς πληθυσμούς, οίτινες διά της ικανότητος, ευφυΐας και μορφώσεώς των, ανέδειξαν την Μικράν Ασίαν ή Ασιατικήν Ελλάδα ως χώραν μεγάλου πολιτισμού και εμπορικής αναπτύξεως» (ό.π., σελ. 129).
Η απόβαση των ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη πραγματοποιήθηκε στις 2/15 Μαΐου 1919. Η ενθουσιώδης υποδοχή τους στιγματίστηκε από ορισμένες αιματηρές συγκρούσεις. Ο Παρασκευόπουλος –ο οποίος τις πληροφορήθηκε ευρισκόμενος στη Θεσσαλονίκη– τις απέδωσε, μεταξύ άλλων, στην προβληματική συνεννόηση μεταξύ του Ελληνα αρμοστή της Σμύρνης και του επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων που θα αποβιβάζονταν στην πόλη, και στο εξ αυτής λανθασμένο σημείο που επιλέχθηκε να γίνει η απόβαση. Γράφει:
«Η αποβίβασις και η κατάληψις της Σμύρνης εγένετο. Συγκρούσεις όμως και ταραχαί προπαρασκευασθείσαι συνέβησαν κατ’ αυτήν με θύματα. […] Χωρίς να θελήσω να χαρακτηρίσω τις υπήρξεν ο ηθικός υπεύθυνος των συμπλοκών κατά την ημέραν της αποβιβάσεως, εν είναι αληθές, ότι μοιραίως αι συγκρούσεις συνέβησαν ως εκ της μεταβολής του μέρους της αποβιβάσεως του ορισθέντος προς τον Ν. της πόλεως. Αλλά δεν ελήφθησαν και επαρκή μέτρα εκ μέρους των ξένων αρμοστών. Τουναντίον οι πανικόβλητοι κατά την εποχήν εκείνη Τούρκοι εξωθούντο εις αντίστασιν υπό τινών των αρμοστών και των κατωτέρων οργάνων αυτών» (ό.π., σελ. 144).
Υπερήφανος διοικητής
Λίγο μετά την απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, ο Παρασκευόπουλος θα δώσει, καθ’ υπόδειξιν του Βενιζέλου, συνέντευξη στον απεσταλμένο των Times, με θέμα τη συμβολή του Ελληνικού Στρατού στον συμμαχικό αγώνα. «Η συμβολή του Ελληνικού Στρατού εις το Βαλκανικόν Μέτωπον», είπε, «δέον να εξαρθή και ν’ αποδοθή φόρος θαυμασμού εις τον Ελληνικόν Λαόν διότι ανεξαρτήτως της συμβολής του εις την συμμαχικήν νίκην, επέτυχε να παρασκευασθή και να παρατάξη αξιολόγους δυνάμεις, υπερνικών τας γνωστάς τρομεράς δυσκολίας τας παρεμβαλλομένας εξ εσωτερικών λόγων, υπό Κυβερνήσεων ανικάνων και εξ ενεργειών εκτάκτως δημοτικού τότε Βασιλέως […]».
Δήλωσε επίσης ότι «το ηθικόν του Ελληνικού Στρατού ουδέποτε υπήρξεν εις ο σημείον ευρίσκεται σήμερον» και ότι «ο Ελληνικός Στρατός παντού όπου εγκατεστάθη εγένετο αντικείμενον θερμών εκδηλώσεων και υπό του φιλησύχου οθωμανικού πληθυσμού, πλείστα δε ψηφίσματα εκ μέρους των οθωμανικών πληθυσμών κατεχομένων μερών […] μαρτυρούσι ποία υπήρξε η συμπεριφορά του Ελληνικού Στρατού». Και κατέληγε: «Είμαι πολύ υπερήφανος να διοικώ παρόμοιον Στρατόν».
Τμήματα του ελληνικού στρατού αποβιβάζονται στην προκυμαία της Σμύρνης (πηγή: Μ. Μεγαλοκονόμος, «Η Σμύρνη – Από το αρχείο ενός φωτορεπόρτερ», Ερμής, Αθήνα 1979).
«Πρέπει να δείξωμεν ότι ο Ελληνικός Στρατός είναι φορεύς Πολιτισμού»
Τον Ιούνιο του 1919, ο Παρασκευόπουλος μετέβη στη Σμύρνη δύο φορές. Την πρώτη, με αφορμή τα γεγονότα του Αϊδινίου, παρέμεινε στο θωρηκτό «Κιλκίς», χωρίς να αποβιβαστεί στην πόλη. Στη δεύτερη έφτασε με το ατμόπλοιο «Πελοπόννησος» στις 29 Ιουνίου 1919, παρέμεινε δε στην πόλη επί έναν μήνα. Σκοπός της επίσκεψής του ήταν «η δημιουργουμένη και αύξουσα δυσφορία του Σμυρναϊκού Λαού κατά του Υπάτου Αρμοστού [Στεργιάδη]» και «η επιθυμία του Βενιζέλου ίνα δείξη εις τους Συμμάχους μας ότι εις την κατοχήν της ενδοχώρας δίδει την δέουσαν σημασίαν».
Eνα χρόνο αργότερα (7 Ιουνίου 1920), ευρισκόμενος στη Μικρά Ασία, έλαβε τηλεγράφημα από τον Βενιζέλο, το οποίο ανέφερε ότι «το Ανώτατον Συμβούλιο ενέκρινε προέλασιν προς κατάληψιν σδηροδρομικής γραμμής μέχρι Πανόρμου». Η ημερησία διαταγή που εξέδωσε την επομένη το Γενικό Στρατηγείο και υπέγραφε ο αρχιστράτηγος ξεκινούσε ως εξής:
«Αύριον επί τέλους αρχίζει η από τόσον χρόνον αναμενομένη επίθεσις. Ολόκληρος ο Ελληνικός Στρατός της Μικράς Ασίας, ολόκληρος ως εις άνθρωπος, μόλις δοθή το σύνθημα της εφόδου θα εξορμήση εναντίον του εχθρού προς εκτέλεσιν του ωραίου έργου της τελικής απελευθερώσεως των υποδούλων αδελφών μας».
Πράγματι τα ελληνικά στρατεύματα θα προελάσουν καταλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, τη Φιλαδέλφεια, την Προύσα, την Πάνορμο και το Ουσάκ.
Στην ημερήσια διαταγή που εξέδωσε στις 13 Ιουνίου, σημείωνε εμφατικά:
«Και πάλιν σας υπενθυμίζω ότι δεν αρκεί μόνον η στρατιωτική νίκη. Πρέπει και εν τω πεδίω του Πολιτισμού να νικήσωμεν και να δείξωμεν ότι ο Ελληνικός Στρατός είναι φορεύς του Πολιτισμού και της Δικαιοσύνης. Τονίζω τούτο, ότι ο μεγαλείτερος εχθρός της Πατρίδος θα είναι εκείνος όστις διά της διαγωγής του προς τους πληθυσμούς ανεξαιρέτως φυλής και θρησκεύματος θα προξενήση βλάβην εις αυτούς».
Την ίδια ημέρα εξέδωσε προκήρυξη προς τους κατοίκους των περιοχών που είχαν καταληφθεί, διατάσσοντας παράλληλα να αναγνωστεί στις εκκλησίες και στα τζαμιά και να τοιχοκολληθεί στην πλατεία και του τελευταίου χωριού.
«Η προέλασις αύτη του Ελληνικού Στρατού δεν έχει κατακτητικόν σκοπόν, εφ’ όσον η τύχη και η πολιτική Διοίκησις των μερών τούτων θα κανονισθή διά της συμβάσεως της ειρήνης ήτις θα υπογραφή μεταξύ της Τουρκικής Κυβερνήσεως και των Μεγάλων Δυνάμεων».
Λίγες ημέρες μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, θα παραιτηθεί και θα αποσυρθεί στο Παρίσι, όπου παρέμεινε δώδεκα έτη. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1926, όταν ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος επεδίωξε να του αναθέσει την πρωθυπουργία. Δεν την αποδέχθηκε, όμως, και επέστρεψε στο Παρίσι. Τρία χρόνια αργότερα εξελέγη αριστίνδην γερουσιαστής και το 1930 και 1931 διετέλεσε πρόεδρος της Γερουσίας. Πέθανε τον Μάιο του 1936.
Πηγή: kathimerini.gr