Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 1922. Η δίκη μπαίνει στην πέμπτη μέρα. Πρώτος μάρτυρας ο Φωκίων Νέγρης. Στη διάρκεια της διαδικασίας αποχωρεί ο Δημήτριος Γούναρης, εμφανώς καταβεβλημένος και με υψηλό πυρετό. Είναι η τελευταία εμφάνισή του στο Στρατοδικείο. Δεν θα επανέλθει ποτέ.

Ο Φωκίων Νέγρης επιρρίπτει βαρύτατες ευθύνες στην κυβέρνηση η οποία δεν υποχρέωσε τον βασιλιά σε παραίτηση, μετά τις δύο διακοινώσεις των συμμάχων. Ο μάρτυρας λέει ότι, αν ο βασιλιάς δεν οδηγείτο σε παραίτηση, η κυβέρνηση έπρεπε να παραιτηθεί. Και διερωτάται: «Το γιατί δεν το έκανε είναι δύσκολο να το πει κανείς. Προσωπολατρία; Εμπάθεια κατά του Βενιζέλου; Φόβος μήπως βρεθεί αντιμέτωπη με την παρακυβέρνηση, η οποία όπως άκουσα υπήρχε; Ποιος ξέρει: Είναι φοβερό να σκέπτεται κανείς ότι εκείνοι στους οποίους το έθνος ανέθεσε τις τύχες του παρέβλεψαν τα ιερότερα συμφέροντά του».

Ν. ΖΟΥΡΙΔΗΣ: «Εάν παραιτούνταν έγκαιρα ο βασιλεύς, θα μπορούσε να σωθεί η κατάσταση;».

Φ. ΝΕΓΡΗΣ: «Βεβαίως! Η Γαλλία και η Αγγλία είχαν επηρεαστεί διότι ο βασιλεύς είχε δείξει εχθρική στάση απέναντί τους».

 

Ο Κων. Ρέντης

Επόμενος μάρτυρας είναι ο Κωνσταντίνος Ρέντης. Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου ρωτάει τον μάρτυρα ποια ήταν η κατάσταση των εθνικών θεμάτων και, κυρίως, του βορειοηπειρωτικού. Ο μάρτυρας απαντά ότι το ζήτημα της Βορείου Ηπείρου ήταν σε εκκρεμότητα, αφού δεν είχε λυθεί με την υπογραφή κάποιας συνθήκης, αλλά υπήρχε μόνο η απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου, η οποία επιδίκαζε την Βόρειο Ήπειρο στην Ελλάδα. Εναπόκειτο στις κυβερνήσεις μετά τον Νοέμβριο να ζητήσουν την εκτέλεση της απόφασης του Ανωτάτου Συμβουλίου, αλλά μετά την αλλαγή της κυβέρνησης Βενιζέλου, η Ελλάδα ήρθε σε αντιπαράθεση με τις μεγάλες δυνάμεις.

Καταθέτει επίσης ο Κων. Ρέντης ότι οι διακοινώσεις των συμμάχων είχαν τη μορφή τελεσιγράφου, το οποίο έπρεπε να λάβει υπόψη της σοβαρά η νέα κυβέρνηση.

Ο μάρτυρας επιρρίπτει την αποκλειστική ευθύνη της καταστροφής στις μετά τον Νοέμβριο ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες απέρριψαν επανειλημμένες προτάσεις των συμμάχων για συμβιβασμό, τις οποίες απέρριψε η ελληνική Εθνοσυνέλευση και μάλιστα έμπρακτα, με την επιχείρηση κατά του Εσκί Σεχίρ. Μετά την αποτυχία του ελληνικού στρατού, τον Ιούνιο του 1921, έγινε νέα πρόταση για μεσολάβηση των συμμάχων και κατάπαυση των εχθροπραξιών, αλλά και αυτή απορρίφθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, με το επιχείρημα ότι η στρατιωτική κατάσταση δεν επιτρέπει παρά μόνο τη συνέχιση του πολέμου. Μετά τη νικηφόρο έκβαση των επιχειρήσεων του Ιουλίου, έγιναν και νέες μεσολαβητικές προσπάθειες εκ μέρους του πρέσβη της Αγγλίας λόρδου Γκράνβιλ, όμως και αυτές απορρίφθηκαν.

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Νομίζετε ότι υπήρξε εσκεμμένη παραπλάνηση του ελληνικού λαού;».

Κ. ΡΕΝΤΗΣ: «Μάλιστα».

Στη συνέχεια καταθέτει ότι οι μεγάλες δυνάμεις υπέδειξαν στην Ελλάδα ότι ο βασιλιάς ήταν εμπόδιο στην επανάληψη των σχέσεων μαζί τους, χωρίς αποτέλεσμα. Ο μάρτυρας καταθέτει ότι όλη η κακοδαιμονία προήλθε από τη ρήξη των σχέσεών μας με τις μεγάλες δυνάμεις, λόγω του βασιλιά. Και συμπληρώνει ότι οι κατηγορούμενοι «δολίως έπραξαν ούτω, συσπειρωθέντες περί τον Θρόνον και θελήσαντες να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα της Δυναστείας, εν αντιθέσει ευρισκόμενα προς το συμφέρον του έθνους».  

Ο μάρτυρας αναφέρεται και στις οικονομικές επιπτώσεις της ρήξης των σχέσεών μας με τους μέχρι τότε συμμάχους, τονίζοντας ότι η Ελλάδα, με τις υπογεγραμμένες, αλλά ανεκτέλεστες, συμβάσεις των δανείων με την Αγγλία και τη Γαλλία ήταν δεσμευμένη και δεν μπορούσε να συνάψει άλλο δάνειο γιατί η σύμμαχοι θα ζητούσαν αμέσως τα χρήματά τους πίσω εις ολόκληρον. Αυτό το γεγονός οδήγησε την Ελλάδα σε οικονομική ασφυξία και γι’ αυτό η απόφαση για εκστρατεία στη Μικρά Ασία ήταν εντελώς λανθασμένη. Ακόμα και για το πολεμικό υλικό που μας είχαν δώσει οι Άγγλοι και οι Γάλλοι και το οποίο είχε συμφωνηθεί να πληρωθεί μετά τον πόλεμο ένα ελάχιστο ποσό, μας ζητήθηκε μετά την παλινόρθωση να το πληρώσουμε αμέσως και ολόκληρο.

Στη συνέχεια ο μάρτυρας θα καταθέσει σχετικά με τη Μικρασιατική Άμυνα και θα πει ότι, παρά τις συμβουλές του Βενιζέλου, οι κατηγορούμενοι προτίμησαν να εξυπηρετήσουν το γόητρο του Στέμματος. Θα πει επίσης ο μάρτυρας ότι στη Μικρασιατική Άμυνα ήταν αντίθετος και ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη Στεργιάδης, ο οποίος ήταν ταγμένος στους μοναρχικούς και είχε τάση προς τη δικτατορική εξουσία. Στην εξυπηρέτηση του μοναρχισμού συνέβαλε με τη δράση του στη Σμύρνη και δεν δίστασε να θυσιάσει τα συμφέροντα των Μικρασιατών, είπε ο μάρτυρας.

Στη συνέχεια θα πει ότι μία ακόμη απόδειξη για τη μεταστροφή των διαθέσεων των συμμάχων απέναντι στην Ελλάδα ήταν το γεγονός ότι τα άλλοτε συμμαχικά πλοία συνόδευσαν τον ελληνικό στρατό στη Σμύρνη και η ελληνική σημαία κυμάτιζε στην Κωνσταντινούπολη, αλλά μετά τη ρήξη των σχέσεων αυτή αφαιρέθηκε.

Κ. ΡΕΝΤΗΣ: «Η απόβαση στη Σμύρνη ήταν συμμαχικό έργο, δεν ήταν μόνο ελληνικό. Οι Σύμμαχοι ήθελαν να εμφανιστούν οι ίδιοι απέναντι στους Τούρκους και όχι να θέσουν αντιμέτωπους τους Έλληνες με τους Τούρκους. Όλες οι συνθήκες έμειναν εκκρεμείς, όπως και η επικύρωση της συνθήκης για τη Δυτική Θράκη…».

Ο Κωνσταντίνος Ρέντης ήταν ο τελευταίος μάρτυρας κατηγορίας. Ο μάρτυρας, μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 υπηρετούσε στο υπουργείο Εξωτερικών και λίγες μέρες μετά τη δίκη των «έξι» θα γίνει υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Στυλιανού Γονατά.

Οι μάρτυρες υπεράσπισης θα είναι δεκατέσσερις. Στο μεταξύ, ο Δημήτριος Γούναρης μεταφέρεται στην κλινική Ασημακόπουλου, αφού οι γιατροί που τον εξέτασαν είπαν ότι έχει προσβληθεί από τύφο. Οι ιστορικοί θα πουν, αρκετά χρόνια μετά, ότι η ασθένεια και η απουσία του Γούναρη από το δικαστήριο άλλαξε τις ισορροπίες και την εξέλιξη της δίκης και, φυσικά, τον ρου της ιστορίας.


Οι μάρτυρες υπεράσπισης

Πρώτος μάρτυρας υπεράσπισης θα είναι ο Ιωάννης Τριλίβας, ο οποίος διορίστηκε στη Στρατιά τον Μάρτιο του 2921, αλλά αποχώρησε λίγο καιρό αργότερα με προβλήματα υγείας. Ο μάρτυρας καταθέτει υπέρ του Χατζηανέστη, για τον οποίο λέει τα καλύτερα λόγια σε όλους τους τομείς. Ζητάει μάλιστα… την άδεια να ‘’ζωγραφίσει’’ τον χαρακτήρα του και τον ‘’ζωγραφίζει’’ ως αυστηρό, αμερόληπτο, μελετηρό και ιδανικά ευθύ. «Η ευσυνειδησία σας –ίσως και η άρτια στρατιωτική αγωγή σας – σας σπρώχνει πολλές φορές στα άκρα, αλλά δεν ξέρω αν ακόμα και σήμερα δεν έχουμε την ανάγκη εφαρμογής αυστηρών μέτρων στον στρατό και χαρακτήρων όπως ο δικός σας».

Στη συνέχεια ο μάρτυρας πλέκει τα εγκώμια του Ν. Θεοτόκη, του Ξ. Στρατηγού, του Ν. Στράτου και καταλήγει λέγοντας ότι μπορεί η επιχείρηση για την κατάληψη της Άγκυρας (με τις 25.000 απώλειες του ελληνικού στρατού) να μην πέτυχε, «…αλλά και δεν νικήθηκε!» ο ελληνικός στρατός…

 

Ο Γ. Βαλέτας

Δεύτερος μάρτυρας υπεράσπισης ο Γ. Βαλέτας, υποστράτηγος, επιτελάρχης της Στρατιάς Μικράς Ασίας την εποχή της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο μάρτυρας δεν καταθέτει κάτι συγκεκριμένο, αλλά απαντά στις ερωτήσεις του Χατζηανέστη «καταφατικώς εις όλας ανεξαιρέτως»… Ο μάρτυρας επιβεβαιώνει ότι ο Χατζηανέστης, το βράδυ της μοιραίας 13ης Αυγούστου 1922, είχε διατάξει γενική αντεπίθεση σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης, κάτι που δεν έγινε. Καταθέτει επίσης τη γνώμη του, ότι ο Χατζηανέστης καλώς δεν πήγε στο μέτωπο.

Ερωτηθείς για τα αίτια της κατάρρευσης του μετώπου, ο μάρτυρας θα καταθέσει ότι, κατά την άποψή του, έφταιγαν η μεγάλη παράταση του πολέμου, η αδράνεια του στρατεύματος και η «καθεστηκυία παραμονή» εκεί. Προσθέτει μάλιστα και την ύπαρξη πολλών λιποτακτών, του ελλιπούς συσσιτίου και της καθυστέρησης της μισθοδοσίας.

 

Ο Π. Ραγκαβής

Επόμενος μάρτυρας υπεράσπισης είναι ο Π. Ραγκαβής, συνταγματάρχης, διευθυντής του Β’ Γραφείου της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, ο οποίος δέχτηκε ερωτήσεις κατ’ αρχήν από τον Χατζηανέστη, καταλήγοντας ότι η εχθρική επίθεση επιβεβαιώθηκε μόλις στις 12 Αυγούστου, αλλά με αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες για επίθεση και στη Νικομήδεια και αλλού.

Ο μάρτυρας καταθέτει ότι ο Χατζηανέστης ήθελε να βρεθεί στο μέτωπο, αλλά διαφώνησαν ο ίδιος ο μάρτυρας και ο επιτελάρχης, διότι την θεώρησαν άσκοπη και επιβλαβή. Επεμβαίνει ο πρόεδρος του Στρατοδικείου και γίνεται ο εξής διάλογος προέδρου – Χατζηανέστη:

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Αντιστράτηγε, δεν πήγατε στο μέτωπο ως αποτέλεσμα δικής σας πρωτοβουλίας ή γιατί σας έπεισε το επιτελείο;».

Γ. ΧΑΤΖΗΑΝΕΣΤΗΣ: «Η άκρατη επιθυμία μου ήταν να πάω, πείστηκα όμως απ’ όσα μου είπε το επιτελείο ότι η μετάβασή μου εκεί θα έβλαπτε».

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Ώστε δεν πήγατε στο μέτωπο διότι σας έπεισε το Επιτελείο πως δεν ήταν συμφέρον να πάτε, ή γιατί τα μέσα ήταν ανεπαρκή;».

Γ. ΧΑΤΖΗΑΝΕΣΤΗΣ: «Διότι, αν πήγαινα ως αρχιστράτηγος, δεν θα ωφελούσε. Δεν θα μπορούσα να δίνω διαταγές».

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Επαναλαμβάνω: δεν πήγατε στο μέτωπο αφού πεισθήκατε από το επιτελείο. Δεν πήγατε διότι από στρατηγικής άποψης το θεωρήσατε μη ορθό, ή διότι δεν είχατε τα μέσα για να πάτε λόγω καταστροφής των γραμμών ή έλλειψης μηχανών;».

Γ. ΧΑΤΖΗΑΝΕΣΤΗΣ: «Και για τους δύο λόγους».

Π. ΡΑΓΚΑΒΗΣ: «Μου επιτρέπετε να προσθέσω και τι μου είπε ο αρχιστράτηγος; Ότι η ιδιοσυγκρασία του και ο χαρακτήρας του δεν του επέτρεπαν να μείνει στο στρατηγείο. Ο κόσμος θα έλεγε τι κάθεσαι εδώ, και αυτός ήθελε να ήταν εκεί που πολεμούσε το στράτευμα. Εγώ του είπα ότι ο κόσμος μπορεί να λέει ό,τι θέλει, πιθανόν να σας στείλουν στο στρατοδικείο, όπως συμβαίνει σήμερα…».

ΠΡΟΕΔΡΟΣ: «Έπρεπε να έχει υπόψη του ότι, αν ερχόταν στο στρατοδικείο, θα ερχόταν ως Χατζηανέστης, και επομένως έπρεπε να του πείτε να υποτάξει τον Χατζηανέστη στον αρχιστράτηγο!».

Μετά το τέλος της κατάθεσης του Π. Ραγκαβή, καλούνται να καταθέσουν ο υποστράτηγος Κωνσταντίνος Αξελός, διοικητής της Εφορείας Υλικού Πολέμου και Γ. Μαντζαβίνος, διευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου. Ο τελευταίος καταθέτει ότι η οικονομική κατάσταση της χώρας γινόταν ολοένα και χειρότερη, αλλά, παρ’ όλα αυτά, ο Πρωτοπαπαδάκης έστελνε «άφθονα» χρήματα για τη μισθοδοσία του στρατού. Σε ερώτηση του Ν. Στράτου, ο μάρτυρας θα καταθέσει ότι η συμπεριφορά του Στράτου ως υπουργού Εσωτερικών ήταν δίκαιη, αμερόληπτη και ουδόλως κομματική.

Με τις καταθέσεις των τελευταίων μαρτύρων, διακόπτεται η συνεδρίαση για την επόμενη μέρα, Σάββατο 5 Νοεμβρίου.

Συνεχίζεται…