Του Σπύρου Τζόκα
Περπατώντας από τα Βουρλά στο Συβρισάρι θα συναντήσουμε και τον Σαράντη Μολυνδρή. Η περπατησιά του, το βλέμμα του, η συμπεριφορά του, η νοοτροπία του, δεν ξέρω γιατί αλλά με οδηγούν στην ψυχή του συνοικισμού, αλλά και λίγο πριν……στην τραγωδία.
Οι συχνές διηγήσεις του για την τραγωδία του ελληνισμού, μου φέρνουν τώρα στο μυαλό το νεαρό τότε ανταποκριτή Έρνεστ Χεμινγουαίη που έγραφε στην εφημερίδα Σταρ του Τορόντο για τον ξεριζωμό ενός λαού:
“Ο άντρας σκεπάζει με μια κουβέρτα την ετοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στον αραμπά για να την προφυλάξει από τη βροχή. Εκείνη είναι το μόνο πρόσωπο που βγάζει κάποιους ήχους, από τους πόνους της γέννας. Η μικρή κόρη τους την κοιτάζει με τρόμο και βάζει τα κλάματα. Και η πομπή προχωρά… Δεν ξέρω πόσο χρόνο θα πάρει αυτό το γράμμα να φτάσει στο Τορόντο, αλλά όταν εσείς οι αναγνώστες της Σταρ το διαβάσετε να είστε σίγουροι ότι η ίδια τρομακτική, βάναυση πορεία ενός λαού που ξεριζώθηκε από τον τόπο του θα συνεχίζει να τρεκλίζει στον ατέλειωτο λασπωμένο δρόμο”
Το 1930 ήταν μια σπουδαία χρονιά για την οικογένεια Μολυνδρή. Ο Ηλίας έχτισε το καινούριο καφενείο του Μπάρμπα Παντελή στην οδό Αναξαγόρα και Τσουρουκότσογλου, που κατόπιν φρόντισε να μετονομαστεί σε Συβρισσαρίου. Εκείνη τη χρονιά τελείωσε το νέο πραγματικό σπίτι της οικογένειας στην οδό Αγίου Πολυκάρπου και εκεί η Χαρίκλεια γέννησε την Αντιγόνη.
Στην οικογένεια Μολυνδρή, η ημέρα των Ταξιαρχών ήταν ισάξια γιορτή με αυτή των Χριστουγέννων, μιας και ο Ταξιάρχης ήταν προστάτης Άγιος στο Συβρισσάρι. Την ημέρα των Ταξιαρχών το 31, η Χαρίκλεια γέννησε το Σαράντη, που πήρε το όνομά του καλού και αγαπημένου της πατέρα.
Ο Σαράντης μεγάλωνε στην ταβέρνα, παρακολουθώντας τους ανθρώπους….στο πιο καλό Πανεπιστήμιο. Αυτή όμως δεν ήταν ταβέρνα… στην πραγματικότητα ήταν ένα κέντρο ψυχολογικής υποστήριξης όπου πήγαινε κάθε πατριώτης και ακουμπούσε τον πόνο του. Εκεί, οι γέροι, κυρίως Μικρασιάτες, φανερώνουν την πίστη τους ότι θα γυρίσουν τα πράγματα αλλά δε γύρισαν ποτέ. Πληγωμένοι αλλά και περήφανοι έπιναν, τραγουδούσαν, βούρκωναν, έλιωναν με την ανάμνηση της γλυκιάς πατρίδας και όλοι μα όλοι εκεί σ’ αυτή την ταβέρνα μπορούσαν να εμπιστευθούν τον καημό τους.
Και ο ίδιος ο Σαράντης Μολυνδρής προσθέτει το βίωμα του: «Στην ταβέρνα του πατέρα μου από παππού, έβλεπα και άκουγα πολλά. Η ταβέρνα την εποχή εκείνη πριν τον πόλεμο δεν είχε κέρδος, είχε μια σωματική κούραση, αλλά μεγάλη ψυχική ανακούφιση, δηλαδή λειτουργούσε ως εξής: Οι θαμώνες ήταν όλοι συγγενείς και πατριώτες. Ο καθένας τους έφερνε τη μερίδα το φαγητό του από το σπίτι του ή έστελναν εμένα να πάω να τους το φέρω και από την ταβέρνα έπαιρναν το κρασί. Δεν έλειπαν ποτέ και τα γλέντια, δηλαδή διάφορες γιορτές και τις απόκριες κρεμούσαν κουβέρτες για να σκοτεινιάζουν και έφερνε η κάθε οικογένεια τα φαγητά της και γλεντούσαν μέχρι το πρωί. Όταν ήλθε η κατοχή στη μεγάλη πείνα του 1941 η ταβέρνα είχε ένα σπουδαίο ρόλο. Ο κόσμος είχε το κρασί για δυναμωτικό. Υπήρχε μεγάλη κατανάλωση κρασιού. Υπήρξε ημέρα που πουλήθηκαν 400 οκάδες και ο κόσμος είχε δημιουργήσει ουρά για αν αγοράσει κρασί. Ο πατέρας μου κράτησε ένα βαρέλι 800 οκάδων μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα και μας είπε ότι αυτό θα το ανοίξουμε όταν έλθουν οι Εγγλέζοι και πράγματι το ανοίξαμε στο τέλος του 1944.»
Η ταβέρνα ήταν, δηλαδή, μεράκι, προσφορά, ίσως, θα λέγαμε, και λειτούργημα. Η ταβέρνα δέθηκε με τους μικρασιάτες, δέθηκε με την Καισαριανή. Και ο Σαράντης έλεγε: «Εδώ σ’ αυτήν την ταβέρνα εγώ από μικρό παιδάκι άκουγα… Το «εις υγείαν» ήταν «άντε και καλή πατρίδα», αυτό ναι μεν τους κράταγε ζωντανούς με την ελπίδα να γυρίσουν πίσω, αλλά έκανε και μια μεγάλη ζημιά, γιατί έτσι τους στερούσε την πρόοδο. Και όσοι πιστεύανε στο καλή πατρίδα τα τρώγανε όλα, δεν κάνα καμιά αποταμίευση, δε ‘βαζαν τη μια πέτρα πάνω στην άλλη. Σταμάτησαν να το λένε όταν άρχισε η ευχή «άντε και καλή απελευθέρωση». Μετά τον πόλεμο δεν το ξαναείπε κανείς. (…) Η επόμενη συμφορά ήρθε να σκεπάσει την προηγούμενη».
Ο Σαράντης Μολυνδρής πρωτοστάτησε να δημιουργηθεί στην Καισαριανή ένας μικρασιατικός σύλλογος που θα ένωνε και θα συγκέντρωνε τους Καισαριανιώτες. Ένα ομολογουμένως δύσκολο εγχείρημα. Σιγά-σιγά, δειλά-δειλά, οι Μικρασιάτες της Καισαριανής άρχισαν να στηρίζουν το Σύλλογο.. Ο Σαράντης μαζί με άλλους προσπάθησαν να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι.
Το πρόσωπο του Σαράντη είναι το πρόσωπο της Καισαριανής. Το λέω επειδή σκέφτομαι ότι ο κυνηγημένος πρόσφυγας της Μικράς Ασίας είναι το ίδιο πρόσωπο με τον κυνηγημένο της Κατοχής και τον αγωνιστή της εθνικής αντίστασης, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αριστερό του εμφυλίου πολέμου, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον εξόριστο και τον δεσμώτη της μετεμφυλιακής εποχής, είναι το ίδιο πρόσωπο με τον αγωνιστή της ύστερης και της σημερινής περιόδου.
Ξημέρωσε . Ένα διαφορετικό ξημέρωμα. Ένας βραχνιασμένος κόκορας το δήλωσε πρώτος. Και μετά η καμπάνα της εκκλησιάς. ……. με κείνο το φρέσκο αλλά και θλιμμένο ήχο της. Το έναυσμα μιας γιορτής ή ενός πένθους. Δεν ήταν συνηθισμένη μέρα. Οι θρησκευόμενοι, ακούγοντας τον ήχο δυνατό και ξάστερο σταυροκοπιότανε. Κι όμως….με τον ήχο αυτής της καμπάνας, που λέγανε πως ήταν φερμένη απ’ την Μικρά Ασία θα ’πρεπε μνήμες να ανατριχιάζουν και συνειδήσεις ένοχες και πρόσφατες να ματώνουν. Γιατί είναι αυτή η ίδια καμπάνα που είχε αναγγείλει γάμους αλλά και φόνους: πολλοί με αυτόν τον ήχο κηδευτήκανε….. με αυτόν τον ήχο παντρευτήκανε. Η καμπάνα αυτή αντιστασιακά μηνύματα έχει μεταδώσει, αλλά και προδοσίες έχει κρούσει. Και σήμερα;
Και σήμερα συνεχίζει την ίδια παράδοση: κρούει την αντίσταση και την προδοσία, την ελπίδα και το θάνατο της. Μόνο που η ελπίδα είναι πρόσκαιρη, όπως και η ζωή, ενώ ο θάνατος αιώνιος. Και μας στοιχίζει…..γιατί τη νοιώθουμε την ορφάνια.
Και συ πάντα άρχοντας. Και στη δύσκολη στιγμή αξιοπρεπής… Δεν χάλασες τίποτα. Πόνεσες. Δεν παραδέχθηκες καμιά ήττα, όμως. Συνέχισες… όρθιος, ευθυτενής, αυθεντικός. Μέχρι τώρα. Δεν ήσουν αναγκασμένος να υποστείς το μαρτύριο της παρακμής. Στο μυαλό σου, στη φαντασία σου έμεινε αυτό που έζησες κι αυτό που έπλασες. Η ύπουλη και μίζερη καθημερινότητα δεν μπορούσε να σε νικήσει. Εξάλλου ποτέ δεν τα είχες καλά με τις δηλώσεις υποταγής… κομμουνιστής ήσουν. Ούτε στον Χάρο έκανες τέτοιες δηλώσεις.
Καλά άστα αυτά θα μου έλεγε ο Μικρασιάτης άρχοντας.. Έλα κάποιο βραδάκι… έχω και τα εφόδια εδώ….Εγώ θα φέρω το μεζέ του έλεγα..
Και τώρα… Από στιγμή σε στιγμή στήνεται το τραπεζάκι με το μεζέ…. Μοσχοβολάει… ψαράκι, ντομάτα και ελίτσες… μια μουσική ξεχύνεται στους δρόμους…. Ένα τραγουδάκι ακούγεται: «που πας καραβάκι με τέτοιο καιρό………… για χώρα πηγαίνω πολύ μακρινή…. Να φέξουν φάροι πολλοί να περάσω..»
Ταξίδι στα Κύθηρα…. Με μπουνάτσα…. να μην ταλαιπωρηθεί… αρκετές ταλαιπωρίες πέρασε…. και με κόντρα τον ήλιο…. τελείως κόντρα…απέναντι ….κατάματα…. απεραντοσύνη φωτεινή… να λαμπυρίζει η θάλασσα….ταξίδι χαράματα στα Κύθηρα.
Εξάλλου πάντα σου άρεσαν τα ταξίδια.
Σύντροφε, φίλε, ΠΑΤΕΡΑ, σου οφείλω ένα ευχαριστώ για το ταξίδι που με συντρόφευσες. Στο ταξίδι αυτό που οι φαινομενικά μάταιες πράξεις οδηγούν σε κάτι που έχει αξία.