ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ 553/2017 ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Του Τ. Αλεξανδρόπουλου
Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι δογματική αριστερά και πληροφόρηση δεν ταιριάζουν. Το δόγμα της «μοναδικής αλήθειας» ταιριάζει απόλυτα με την ΠΑΡΑ-πληροφόρηση. Έτσι και στην περίπτωση του Σκοπευτηρίου, οι μηχανισμοί της ΠΑΡΑ-πληροφόρησης που διαθέτει το ΚΚΕ δούλεψαν «αρμονικά» για το «επιθυμητό» αποτέλεσμα. Το οποίο ήταν και είναι η «πλύση εγκεφάλου» τής «κακόμοιρης» «αγράμματης», «απαίδευτης», «ανιστόρητης» «πλέμπας» για άλλο ένα «κατόρθωμα» της δημοτικής αρχής του ΚΚΕ στην Καισαριανή… Ας νομίζουν ότι μπορούν να κοροϊδεύουν τον κόσμο… Μέχρι που θα «ξυπνήσουν» και θα είναι πάλι στον «πάγκο»… Και θα έχουν ξεπεζέψει από το «ιπτάμενο καλάμι»…
Διαβάστε ΟΛΟΚΛΗΡΗ την απόφαση 553/2017, όπως δημοσιεύθηκε από τον Άρειο Πάγο. Ναι, αυτή την απόφαση που «λέει» ότι το Σκοπευτήριο ανήκει στους πολίτες της Καισαριανής, όπως θέλει να κοροϊδεύει η δημοτική αρχή… Να μην ξεχάσω να σας δείξω στο τέλος και κάποια από τα «εργαλεία» της ΠΑΡΑ-πληροφόρησης του κόσμου. Έτσι, για να ξέρετε τι και πού το διαβάζετε. «Απολαύστε»:
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ – ΑΠΟΦΑΣΗ 553/2017 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 553/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο, Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος-αναιρεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην …, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Ιωάννα Ρουσσιά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Του αναιρεσίβλητου-αναιρεσείοντος: Σωματείου με την επωνυμία "…", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε μετά του νομίμου εκπροσώπου Π. Ρ., ο οποίος διόρισε τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γρηγόριο Παπαδόγιαννη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-5-2003 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου – αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2980/2005, 4024/2008 οριστική, του ιδίου Δικαστηρίου, 4962/2010 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί α) το Ελληνικό Δημόσιο, με την από 10-6-2013 αίτησή του και β) το Σωματείο με την επωνυμία "…" με την από 2-5-2011 αίτησή του και τους από 18-9-2013 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Πέτρος Σαλίχος, ανέγνωσε τις από 17-10-2015 και από 4-3-2016 εκθέσεις του, με τις οποίες εισηγήθηκε να απορριφθούν οι αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αντίστοιχα.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν την παραδοχή των αιτημάτων τους, την απόρριψη των αιτημάτων των αντιδίκων, καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 246 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία (άρθρο 573 ΚΠολΔ), το δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων.
Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της αποφάσεως δικάσιμο, συζητήθηκαν 1) η από 10-6-2013 αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου και 2) η από 2-5-2011 αίτηση αναίρεσης και οι από 18-9-2013 πρόσθετοι λόγοι αυτής του Σωματείου με την επωνυμία "… Εταιρία". Οι αιτήσεις αυτές, με τις οποίες διώκεται η, υπό την επίκληση των διαλαμβανομένων σ’ αυτές αιτιάσεων, αναίρεση της υπ’ αριθμ. 4962/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικαστούν, επειδή είναι συναφείς και έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η δίκη και επέρχεται μείωση των εξόδων.
I) Επί της από 10-6-2013 αίτησης αναίρεσης.
Με την από 10-6-2013 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 4962/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 19-12-2008 και με αριθμό κατάθεσης 12020/2008 έφεση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 4024/2008 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δέχθηκε ως βάσιμη κατ’ ουσία την από 5-5-2003 και με αριθμό κατάθεσης …/2003 αγωγή του Σωματείου με την επωνυμία "… Εταιρία" κατά παραδοχή αντένστασης αυτού κατά του ισχυρισμού του Ελληνικού Δημοσίου περί ιδίας αυτού κυριότητας στα επίδικα εδαφικά τμήματα.
Κατά το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο.
Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του.
Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγόμενη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν, προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες, κυρίως, από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υπόχρεου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσας για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεως διαγραφομένων ορίων.
Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αλλά αρκεί και η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του για την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ. Α.Π. 7/2002). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου.
Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμης βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ. Α.Π. 24/1992).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αναφορικά με την ένδικη διεκδικητική κυριότητας ακινήτου αγωγή του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου – αναιρεσείοντος Σωματείου με την επωνυμία "… Εταιρία" κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος – αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον μέρος, τα ακόλουθα κρίσιμα περιστατικά: "Περί το έτος 1870 συνεστήθη η "Εταιρεία επί σκοπώ βολής" από επίλεκτα μέλη της κοινωνίας και εκλεκτούς αξιωματικούς ξηράς και θάλασσας. Η εταιρία αυτή εξελίχθηκε στη σημερινή … Εταιρία, έχει δε διαδεχθεί την παλαιά Εθνική Εταιρεία. Η … Εταιρία προς εκπλήρωση του σκοπού της διέθετε το …. Επειδή αυτό δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες της βολής, το κράτος της παρεχώρησε έκταση στην …. Δια του άρθρου 1 του Ν. 4778 της 7/11 Ιουνίου 1930 επετράπη στον Υπουργό των Στρατιωτικών, ως αντιπρόσωπο του Δημοσίου, να μεταβιβάσει στην … Εταιρεία την κυριότητα γηπέδου του Δημοσίου, κειμένου στο Συνοικισμό …ς, εκτάσεως, ως έγγιστα, 710 χιλ. τετραγωνικών μέτρων, του οποίου η χρήση είχε παραχωρηθεί δια συμβάσεως με το Δημόσιο, προς εγκατάσταση Σκοπευτηρίου και χρησιμοποίηση αυτού μόνο για το σκοπό αυτό … και υπό τους κάτωθι όρους. Κατά το άρθρο 3 του ως άνω νόμου, το γήπεδο αυτό θεωρούμενο εκτός συναλλαγής, δεν δύναται να εκποιηθεί υπό της … Εταιρείας ή κατασχεθεί υπό τρίτου. Επιτρέπεται όμως η εκμετάλλευση αυτού καθ’ οιονδήποτε τρόπον συντείνοντα προς τον σκοπό για τον οποίο παραχωρείται στην Εταιρεία.
Η ιδιότητα του γηπέδου αυτού ως εκτός συναλλαγής παύει στην περίπτωση, που η κυριότητα θα περιέλθει στο Δημόσιο κατά τα κατωτέρω οριζόμενα. Κατά το άρθρο 4 του ίδιου νόμου, σε περίπτωση διαλύσεως της … Εταιρείας το ανωτέρω γήπεδο με όλες τις εγκαταστάσεις του περιέρχεται στο Δημόσιο. Κατά δε το άρθρο 5 του ίδιου νόμου, η Σκοπευτική Εταιρεία υποχρεούται ενισχυόμενη υπό του Υπουργείου Παιδείας να εγκαταστήσει πλήρες σχολικό σκοπευτήριο κατά τις υποδείξεις του Υπουργείου αυτού. Στη συνέχεια, στις 4-9-1930 ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κ. Β. υπεγράφη, σε εκτέλεση του ως άνω νόμου, το υπ’ αριθ. …1930 συμβόλαιο με τον τίτλο "παραχώρησις γηπέδου δρχ. 3.000.000", που υπογράφηκε νόμιμα, δυνάμει του οποίου μεταβιβάστηκε στην … Εταιρεία από το Δημόσιο η κυριότητα, νομή και κατοχή γηπέδου που ανήκε στην απόλυτη και αποκλειστική κυριότητα του Δημοσίου και βρίσκεται στην …, εκτάσεως, ως έγγιστα, 710.000 τ.μ, όπως αυτή περιγράφεται στο ως άνω συμβόλαιο, προς εγκατάσταση σκοπευτηρίου και υπό τους ακολούθους όρους: Α) ορίζονται συγκεκριμένα εδαφικά τμήματα που θα μεταβιβαστούν σε τρίτους (στον Συνεταιρισμό "…" και προς τους οικοδομικούς προσφυγικούς Συνεταιρισμούς …) Β) το παραχωρούμενο γήπεδο θα χρησιμοποιηθεί υπό της … Εταιρείας "προς μόνον τον σκοπόν της εγκαταστάσεως σκοπευτηρίου" Γ) η … Εταιρεία υποχρεούται να παρέχει τη χρήση του γηπέδου αυτού καθώς και των εγκαταστάσεων και των μηχανημάτων που βρίσκονται σ’ αυτό στη στρατιωτική και ναυτική υπηρεσία οποτεδήποτε ζητηθεί… Δ) η … Εταιρεία υποχρεούται να παραχωρήσει δωρεάν στον Κυνηγετικό Σύνδεσμο στη βόρεια πλευρά του γηπέδου χώρο κατάλληλο για την εκτέλεση βολής… Ε) η … Εταιρεία και ο Κυνηγετικός Σύνδεσμος υποχρεούνται να επιτρέπουν στον χώρο του σκοπευτηρίου εκτέλεση βολής από αναγνωρισμένους Συλλόγους, Σωματεία … ΣΤ) Για κάθε διαφορά μεταξύ της … Εταιρείας, του Κυνηγετικού Συνδέσμου και της Στρατιωτικής ή Ναυτικής Υπηρεσίας…. θα αποφαίνεται ο Αρχηγός του Γεν. Επιτελείου Στρατού… Ζ’ ) Το παραχωρούμενο γήπεδο, θεωρούμενο εκτός συναλλαγής δεν δύναται να εκποιηθεί υπό της … Εταιρείας ή κατασχεθεί υπό τρίτου. Επιτρέπεται όμως η εκμετάλλευση αυτού καθ’ οιονδήποτε τρόπο, συντείνοντα προς τον σκοπό δι’ όν παραχωρείται στην εταιρεία.
Η ιδιότητα του γηπέδου αυτού ως εκτός συναλλαγής παύει "καθ’ ήν περίπτωσιν η κυριότης τούτου ήθελε περιέλθει εις το δημόσιον κατά τα ανωτέρω οριζόμενα". Η) Εν περιπτώσει διαλύσεως της … Εταιρείας το ανωτέρω γήπεδο με όλες τις εγκαταστάσεις περιέρχεται στο Δημόσιο Θ) Εν περιπτώσει διαλύσεως του Κυνηγετικού Συνδέσμου οι εγκαταστάσεις αυτού περιέρχονται στην … Εταιρεία αν υφίσταται, άλλως περιέρχονται στο Δημόσιο. I) Η … Εταιρεία υποχρεούται, ενισχυόμενη από το Υπουργείο Παιδείας να εγκαταστήσει πλήρες σχολικό σκοπευτήριο κατά τις υποδείξεις του Υπουργείου αυτού. Με τους ν. 2764/1954 και 252/1976, που επακολούθησαν επετράπη να μεταβιβαστούν τμήματα του γηπέδου αυτού εκτάσεως μεν 43 στρεμμάτων με το ν. 2764/1954 για την αποκατάσταση αστών προσφύγων, 109 δε στρεμμάτων με το ν. 252/76, για τις ανάγκες των διδακτηρίων του ΟΣΚ, με τον όρο ότι η μεταβίβαση των τμημάτων αυτών θα γίνει είτε με αναγκαστική απαλλοτρίωση είτε με εκούσια εκποίηση από την … Εταιρεία, το δε τίμημα ή η αποζημίωση από την απαλλοτρίωση θα περιέλθει στην ως άνω … Εταιρεία.
Επίσης, με το άρθρο 1 § 7 του ν. 252/76 επετράπη στην ως άνω Π.Σ.Ε να εκμισθώσει στον ΟΣΚ τμήμα της εκτάσεως επιφανείας 16 στρεμμάτων για προσωρινή εγκατάσταση σχολείου, η δε σχετική μίσθωση συνήφθη με το από 27-2-1976 ιδιωτικό συμφωνητικό. Η Π.Σ.Ε κατασκεύασε κτίρια μέσα στο γήπεδο, συντηρούσε τις σκοπευτικές εγκαταστάσεις σ’ αυτό, διέθεσε δε γι’ αυτό την αποζημίωση από την ως άνω απαλλοτρίωση. Από το έτος 1935 η Π.Σ.Ε εκμίσθωνε σε τρίτον ένα κτίσμα εμβαδού 150 τ.μ., το οποίο αποτελούσε το εντευκτήριο των μελών και το χώρο των συνελεύσεων, ως αναψυκτήριο.
Από το έτος 1968 επετράπη στον μισθωτή να επεκτείνει το χώρο του αναψυκτηρίου και να το διαθέτει για συνεστιάσεις και εκδηλώσεις τρίτων, απαγορευομένων πάντως των πολιτικών εκδηλώσεων. Έτσι, το επιφανείας πλέον 420,10 τ.μ. κτίσμα μετατράπηκε από αναψυκτήριο σε νυχτερινό κέντρο με την ονομασία "…" και μόνον ως τέτοιο λειτουργούσε πλέον.
Όπως προκύπτει από το ως άνω παραχωρητήριο συμβόλαιο, στην … Εταιρεία μεταβιβάστηκε, χωρίς αντάλλαγμα κατά πλήρη κυριότητα, γήπεδο επιφανείας 710 στρεμμάτων, με τους περιορισμούς, που καταχωρήθηκαν σ’ αυτό (οι οποίοι αυτούσιοι περιέχονται στο Ν. 4778/1930) αφορούν δε την εκμετάλλευση και χρήση του ακινήτου αποκλειστικά για εγκατάσταση σκοπευτηρίου.
Στο συμβόλαιο αυτό διατυπώθηκε ατελώς η δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης, καθόσον δεν αναφέρεται ρητώς (σ’ αυτό) ότι σε περίπτωση, που δεν τηρηθούν οι ως άνω όροι ως προς την εκμετάλλευση και χρήση του ακινήτου, η κυριότητά του θα επανέρχεται στο Δημόσιο. Έτσι, δημιουργείται αμφιβολία σχετικά με την έννοια της αληθινής βούλησης των μερών, που δηλώθηκε ενόψει και του ότι στον όρο Ζ’ του παραχωρητηρίου, μετά την αναφορά των περιορισμών αυτών, όπως: "το παραχωρούμενο γήπεδο θέλει χρησιμοποιηθεί … προς μόνον τον σκοπόν της εγκαταστάσεως σκοπευτηρίου", αναφέρεται ότι η ιδιότητα του γηπέδου ως εκτός συναλλαγής παύει "καθ ήν περίπτωσιν η κυριότης τούτου ήθελε περιέλθει εις το Δημόσιον κατά τα ανωτέρω οριζόμενα". Τα "ανωτέρω οριζόμενα", όμως, είναι οι τεθέντες περιορισμοί, που αναφέρθηκαν ήδη.
Ως εκ τούτου, συνδυαζομένων των όρων του παραχωρητηρίου συμβολαίου μεταξύ τους και ερμηνευομένων αυτών (λόγω της ατελούς, προκαλούσας αμφιβολία διατυπώσεως της αληθινής βούλησης των μερών, που δηλώθηκε), σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, χωρίς προσήλωση στις λέξεις (ΑΠ 232/92 Δ/νη 34, 1307, ΑΠ 408/92 ΝοΒ 41,877, ΑΠ 813/88 Δ/νη 32,93, ΑΠ 1730/88 Δ/νη 32,21, ΑΠ 83/2010, ΑΠ 163/2010, ΑΠ 574/2010, ΑΠ 861/2010 νομολογία ΔΣΑ), το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι οι τεθέντες δια του παραχωρητηρίου συμβολαίου περιορισμοί ως προς την χρήση και την εκμετάλλευση του παραχωρηθέντος γηπέδου αποκλειστικά ως σκοπευτηρίου και όχι προς εξυπηρέτηση άλλου σκοπού, έστω και αν μέσω αυτού εξυπηρετείται οικονομικά η λειτουργία του σκοπευτηρίου, έχουν τεθεί υπό των συμβληθέντων μερών ως διαλυτικές αιρέσεις, με την πλήρωση των οποίων η κυριότητα του ακινήτου επανέρχεται στο Ελλ. Δημόσιο.
Εν προκειμένω με την εγκατάσταση και λειτουργία νυκτερινού κέντρου εντός του χώρου του γηπέδου αυτού, μεταβλήθηκε ο χαρακτήρας του ως σκοπευτηρίου, δηλ. ως χώρου αφιερωμένου στο άθλημα της σκοποβολής. Η ως άνω μεταβολή είναι αντίθετη με τις διατάξεις του αναφερθέντος παραχωρητηρίου συμβολαίου και του Ν. 4778/1930. Ο όρος του παραχωρητηρίου (που αυτούσιος περιέχεται και στον Ν. 4778/1930), κατά τον οποίο " επιτρέπεται όμως η εκμετάλλευσις τούτου καθ οιονδήποτε τρόπον συντείνοντα προς τον σκοπόν δι’ όν παραχωρείται εις την εταιρείαν", ερμηνευόμενος κατά τα άρθρα 173 και 200 Α.Κ., έχει την έννοιαν ότι επιτρέπεται η εκμετάλλευση του γηπέδου σύμφωνα με τον σκοπό " και τον χαρακτήρα της εκτάσεως αυτής, δηλ. η εκμετάλλευσή του ως σκοπευτηρίου και μόνο και όχι η εκμετάλλευσή του κατά τρόπο, που δεν έχει καμιά σχέση με το εν λόγω άθλημα και τον αθλητισμό εν γένει, που αλλοιώνει τη μορφή της εκτάσεως αυτής, όπως η λειτουργία νυκτερινού κέντρου εντός αυτού, ακόμα και αν τα έσοδα από την εκμετάλλευση αυτή διατίθενται για την εξυπηρέτηση της λειτουργίας του σκοπευτηρίου.
Το ότι στη δηλωθείσα βούληση των μερών, ερμηνευομένη κατά τα ανωτέρω, περιέχεται απαγόρευση της χρήσης και εκμετάλλευσής του για οποιονδήποτε άλλο σκοπό πλην της σκοποβολής ενισχύεται και από το ότι προκειμένου να στεγαστεί προσωρινώς στο χώρο αυτό σχολείο, ψηφίστηκε προς τούτο ο Ν. 252/76 με τον οποίο επετράπη η εκμίσθωση τμήματος της έκτασης αυτής στον ΟΣΚ και δεν προέβη η … Εταιρεία σε απ’ ευθείας εκμίσθωση του τμήματος αυτού.
Κατά συνέπεια, η εγκατάσταση και λειτουργία του αναφερθέντος νυκτερινού κέντρου διασκέδασης εντός του ως άνω γηπέδου επέφερε την πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης, που περιέχεται στο …1930 συμβόλαιο με αποτέλεσμα την επάνοδο της κυριότητας του παραχωρηθέντος στο Ελλ. Δημόσιο. Το τελευταίο κατέλαβε τα τέσσερα επίδικα εδαφικά τμήματα από το αναφερθέν γήπεδο, ισχυριζόμενο την επάνοδο της κυριότητας σ’ αυτό. Η ένσταση ιδίας κυριότητας στηριζόμενη στην πλήρωση της διαλυτικής αφέσεως, που προέβαλε στην προκειμένη δίκη το Ελληνικό Δημόσιο, δεν καλύπτεται από δεδικασμένο, απορρέον από τις υπ’ αριθ. 6655/2005 και 3818/96 αποφάσεις του Εφετείου και την 20/2001 απόφαση του ΑΠ (Ολ), όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αφού δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις των άρθρων 324, 330 ΚΠολΔικ…
Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η κυριότητα της ως άνω έκτασης δεν μεταβιβάστηκε στην … Εταιρεία χαριστικώς, αλλά λόγω του ότι η τελευταία είχε ήδη παραχωρήσει οικειοθελώς προς το εναγόμενο την έκταση του Σκοπευτηρίου …, που της ανήκε, για αποκατάσταση προσφύγων, όπως προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 4778/1930. Αυτή είχε ήδη εγκατασταθεί στην επίδικη έκταση από το έτος 1914 και με δικά της χρήματα είχε ανεγείρει μέσα σ’ αυτήν εγκαταστάσεις σκοπευτηρίου, που καθαιρέθηκαν το έτος 1935 για να κατασκευαστούν νέες σύγχρονες, με χρήματα δικά της, όπως υποχρεώθηκε προς τούτο με το ν. 4778/1930 (άρθρο 6). Για τις εγκαταστάσεις αυτές επίσης διέθεσε (η ενάγουσα) την αποζημίωση, που έλαβε από την απαλλοτρίωση τμήματος της ιδιοκτησίας της στην περιοχή … και το τίμημα (αποζημίωση) από την απαλλοτρίωση τμήματος του ως άνω ακινήτου υπέρ του ΟΣΚ, όπως αναφέρθηκε.
Από την ανωτέρω, που καλλιεργεί από το 1914 το άθλημα της σκοποβολής ως Ολυμπιακό άθλημα στην ως άνω έκταση και αποτελεί το σπουδαιότερο με τέτοιο σκοπό σωματείο στον Ελληνικό χώρο, προέρχονται πολλοί και σπουδαίοι αθλητές. Αυτή έχει δημιουργήσει κατά το χρονικό διάστημα, που κατέχει το ως άνω ακίνητο, την υποδομή για να συνεχίσει να υπηρετεί τον σκοπό της, δηλαδή την καλλιέργεια του αθλήματος της σκοποβολής ως Ολυμπιακού αθλήματος. Όσον αφορά τον όρο Θ’ του ως άνω συμβολαίου περί εγκαταστάσεως και λειτουργίας πλήρους σχολικού σκοπευτηρίου, η υποχρέωσή της αυτή τελούσε υπό τη ρητή προϋπόθεση ότι το Υπουργείο Παιδείας θα υπεδείκνυε σ’ αυτήν τις ενέργειες, στις οποίες έπρεπε να προβεί. Από κανένα στοιχείο όμως δεν αποδείχθηκε ότι αυτές έχουν μέχρι την άσκηση της αγωγής υποδειχθεί.
Περαιτέρω, το Ελληνικό Δημόσιο, μολονότι από το έτος 1968 ευρίσκεται σε λειτουργία στον αναφερθέντα χώρο νυκτερινό κέντρο διασκέδασης, δεν προέβαλε γι’ αυτό καμιά αντίρρηση. Με το άρθρο 50 του ν. 1731/1987 αφαιρέθηκε η με τον ν. 4778/1930 παραχωρηθείσα στην ενάγουσα μετακλητή – περιορισμένη κυριότητα επί της επιδίκου εκτάσεως, ενώ το Δημόσιο θα μπορούσε ν’ ασκήσει αγωγή αποδόσεως του ακινήτου αυτού, ισχυριζόμενο την πλήρωση της ως άνω διαλυτικής αφέσεως. (Η διάταξη του άρθρου 50 του ν. 1731/1987 κρίθηκε αντιβαίνουσα στη διάταξη του άρθρου 17 του Συντάγματος, με την υπ’ αριθ. 20/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου σε πλήρη Ολομέλεια).
Μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε επικαλεστεί την πλήρωση της ως άνω διαλυτικής αφέσεως και την συνεπεία της πληρώσεώς της επιστροφή της κυριότητας σ’ αυτό. Στην από 18-11-1993 (αρ. κατ. …/93) αγωγή περί κυριότητας κατά του ενάγοντος, που το τελευταίο κατέθεσε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο, η οποία απερρίφθη με την υπ’ αριθ. 9163/94 απόφασή του ως αόριστη, επικαλείτο προς θεμελίωση της κυριότητας του τον Ν. 1731/87 (άρθρ. 50) και όχι την πλήρωση της διαλυτικής αφέσεως. Για πρώτη φορά επικαλέστηκε την πλήρωση της αναφερθείσας διαλυτικής αφέσεως, κατ’ ένσταση, προς αντίκρουση της κρινόμενης αγωγής. Πέραν του μεγάλου χρονικού διαστήματος, που το εναγόμενο αδράνησε να επικαλεστεί το ως άνω δικαίωμά του, με τη συμπεριφορά του, συνεπεία της οποίας διαμορφώθηκε η πραγματική κατάσταση, που αναφέρθηκε, δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στο ενάγον σωματείο ότι δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα αυτό στο μέλλον.
Η μεταγενέστερη επομένως άσκηση του δικαιώματος αυτού, που έχει ως συνέπεια την ανατροπή της μακροχρόνιας, παγιωμένης κατάστασης, υπό τις ειδικές συνθήκες που αναφέρθηκαν, και τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του δικαιούχου, θα έχει ιδιαίτερα επαχθείς επιπτώσεις για τα συμφέροντα της … Εταιρείας, αφού θα απωλέσει το ακίνητο, που είχε αποκτήσει, (όχι από χαριστική αιτία, όπως εκτέθηκε), τα χρήματα, που επένδυσε επί σειρά δεκαετιών σ’ αυτό και την προσπάθεια, που κατέβαλε για την προαγωγή του Ολυμπιακού αθλήματος της σκοποβολής ως φυτωρίου αθλητών. Μετά από αυτά η αντένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, που προεβλήθη από την ενάγουσα (πρωτοδίκως αλλά και με τις προτάσεις στο παρόν Δικαστήριο) κατά της ένστασης ιδίας κυριότητας του εναγομένου πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτόμενης μετά ταύτα της ως άνω ενστάσεως ιδίας κυριότητας".
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Εφετείο, αφού απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ένσταση του εναγομένου- εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος – αναιρεσίβλητου περί ιδίας αυτού κυριότητας επί των επίδικων εδαφικών τμημάτων, κατά παραδοχή της νομοτύπως προταθείσας πρωτοδίκως αντενστάσεως του ενάγοντος- εφεσίβλητου και ήδη αναιρεσίβλητου – αναιρεσείοντος περί καταχρηστικής άσκησης της παραπάνω ένστασης ιδίας κυριότητας, την οποία ως εφεσίβλητο το ενάγον επανέφερε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ακολούθως, και ενόψει του ότι και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε κρίνει όμοια, κατέληξε στην απόρριψη της από 19-12-2008 έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθμ. 4024/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες ζήτημα της συνδρομής των προϋποθέσεων της καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης, κατά παραδοχή της οποίας δέχθηκε κατ’ ουσία την ένδικη αγωγή. Ειδικότερα, ενώ ως ένα από τα στοιχεία για τη στήριξη της κρίσης του περί καταχρηστικής άσκησης δέχθηκε τη μακροχρόνια αδράνεια του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να ασκήσει την αξίωσή του από την προσβολή της επικαλούμενης κυριότητάς του, δεχόμενο ότι αυτή άρχισε το έτος 1968, όταν λειτούργησε, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, το νυχτερινό κέντρο με την ονομασία "…", αρκείται στην αναφορά της μακροχρόνιας αδράνειας χωρίς να εξειδικεύει αν η λειτουργία αυτή συνεχίστηκε μέχρι την άσκηση της αγωγής ή για πόσα χρόνια από την έναρξη λειτουργίας του, ώστε να κριθεί η μακροχρόνια αδράνεια.
Περαιτέρω, για τη στήριξη του ίδιου ισχυρισμού δέχθηκε ότι αδράνησε το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να ασκήσει τα δικαιώματά του από την προσβολή της επικαλούμενης κυριότητάς του και έτσι δημιουργήθηκε στο ενάγον Σωματείο εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει την ένδικη αγωγή. Η αιτιολογία αυτή είναι αντιφατική σε σχέση με τις επόμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης με βάση τις οποίες το ενάγον Σωματείο είχε ασκήσει κατά της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ" (ΟΣΚ Α.Ε.) την από 25-2-1993 αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, με την οποία ζητούσε την απόδοση, λόγω λήξης της μίσθωσης, του εκμισθωθέντος από αυτό στη δεύτερη (ΟΣΚ Α.Ε.) μίσθιου ακινήτου , το οποίο αποτελεί τμήμα (γήπεδο) μείζονος εκτάσεως 710 στρεμμάτων περίπου, που βρίσκεται στο Συνοικισμό …ς Αττικής, καθώς και την αναγνώριση οφειλής 27.500.000 δραχμών από καθυστερούμενα μισθώματα και αποζημίωση χρήσεως, και ότι σε εκείνη τη δίκη άσκησε το Ελληνικό Δημόσιο κύρια παρέμβαση ισχυριζόμενο ότι είναι κύριο του μισθίου και υπό την ιδιότητα αυτή συμμετείχε στη διαδικαστική διαδρομή αυτής της υπόθεσης, που διήλθε και από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε πλήρη Ολομέλεια, μέχρι και την έκδοση της υπ’ αριθμ. 6655/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, που δίκασε ως δικαστήριο της παραπομπής.
Επίσης, η ίδια παραπάνω παραδοχή (της μακροχρόνιας αδράνειας) είναι αντιφατική με βάση τις άλλες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών την από 18-11-1993 (αριθμ. καταθ. …/1993) αγωγή κυριότητας κατά του ενάγοντος Σωματείου για το μείζον ακίνητο, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ.9163/1994 απόφασή του ως αόριστη. Δεν αίρεται δε η αδράνεια ως προς το στοιχείο που αποτέλεσε την κρίση του Εφετείου περί καταχρηστικότητας, δηλαδή της εύλογης πεποίθησης του Σωματείου ότι δεν θα ασκήσει το Ελληνικό Δημόσιο την ένδικη αγωγική αξίωση, από το γεγονός ότι τις παραπάνω προσφυγές του για την προστασία της επικαλούμενης κυριότητάς του αυτό τις στήριξε σε άλλες νομικές βάσεις και όχι στην πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως.
Περαιτέρω, έχει ελλιπείς αιτιολογίες και ως προς το στοιχείο στο οποίο επίσης στήριξε την κρίση του περί καταχρηστικής άσκησης, δηλαδή της οικονομικής βλάβης του Σωματείου, διότι, ενώ δέχεται ότι επίδικα είναι τμήματα του μείζονος ακινήτου των 710 στρεμμάτων, δεν διευκρινίζει αν υποβλήθηκε σε δαπάνες επί των επίδικων εδαφικών τμημάτων, με τις οποίες συναρτάται η οικονομική του βλάβη, ή στη μείζονα έκταση. Επομένως, είναι βάσιμος ο πρώτος λόγος της από 10-6-2013 αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω ασαφών και αντιφατικών αιτιολογιών ως προς το ως άνω ουσιώδες ζήτημα της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος ιδίας κυριότητας αυτού, ενώ παρέλκει η έρευνα του δεύτερου λόγου αυτής.
II) Επί της από 2-5-2011 αίτησης αναίρεσης και των από 18-9-2013 πρόσθετων λόγων αυτής.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 556 παρ. 2 και 578 ΚΠολΔ., αναίρεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68 ΚΠολΔ. Το συμφέρον είναι δυνατό να υπάρξει και όταν ο διάδικος που νίκησε βλάπτεται από την αιτιολογία της αποφάσεως και συγκεκριμένα αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο σε βάρος του σε άλλη δίκη, αν δηλαδή η αιτιολογία της αποφάσεως αποτελεί στοιχείο του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη και φέρει ως εκ τούτου σε αυτή προσόντα διατακτικού, οπότε δικαιούται να ζητήσει την αναίρεση αυτής της αποφάσεως μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της (Α.Π. 1690/2008). Εξάλλου, ο νικήσας διάδικος έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει επικουρική αναίρεση για την περίπτωση ευδοκιμήσεως αντίθετης αίτησης αναίρεσης του αντιδίκου του (Α.Π. 612/2009). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, παραδεκτά ασκήθηκε αναίρεση κατά της υπ’ αριθμ. 4962/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών υπό του νικήσαντος διαδίκου (ενάγοντος) Σωματείου με την επωνυμία "… Εταιρία" ως προς τις διαλαμβανόμενες σ’ αυτήν (αίτηση) αιτιολογίες της, που, κατ’ αυτό, θα δημιουργηθεί σε βάρος του βλαπτικό δεδικασμένο σε άλλη δικαστική διαφορά, και για την περίπτωση ευδοκιμήσεως αντίθετης αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης". "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο.
Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις καθώς και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. Α.Π. 14/2004). Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης, αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ. Α.Π. 25/2003).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 8 περ. α’ ΚΠολΔ., ότι δηλαδή το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα ότι "με τον πρώτο λόγο της εφέσεώς του το αντίδικο του, Ελληνικό Δημόσιο, δεν έβαλε κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως, όσον αφορά την παραδοχή της ότι δεν τέθηκε στο συμβόλαιο μεταβιβάσεως διαλυτική αίρεση, αλλά μόνο ως προς το ότι δήθεν εσφαλμένα η πρωτόδικη απόφαση δεν δέχθηκε πως πληρώθηκε η υποτιθέμενη διαλυτική αίρεση". Η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, καθόσον, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της από 19-12-2008 εφέσεως του ήδη αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και της προσβαλλόμενης απόφασης, στην οποία επιτρεπτώς, κατά το άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ., προβαίνει ο Άρειος Πάγος, ο παραπάνω ισχυρισμός αποτελούσε περιεχόμενο του πρώτου λόγου αυτής, στον οποίο κατά λέξη αναφέρεται ότι "το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία τόσο των διατάξεων των άρθρων 173, 200 και 202 ΑΚ και 3 Ν. 4778/1930, όσο και του υπ’ αριθμ. …1930 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Βασιλάκη, απέρριψε τον προταθέντα ισχυρισμό ότι με την παραβίαση του τεθέντος στην ένδικη σύμβαση (ως άνω υπ’ αριθμ. …1930 συμβόλαιο) όρου περί χρησιμοποίησης της παραχωρηθείσας από το Δημόσιο έκτασης μόνο για τη λειτουργία σκοπευτηρίου και όχι για τη λειτουργία νυχτερινού κέντρου διασκεδάσεως, επήλθε πλήρωση της διαλυτικής αίρεσης υπό την οποία είχε τεθεί η επικαλούμενη από το ενάγον μεταβίβαση της κυριότητας του συνόλου της επίδικης έκτασης, με αποτέλεσμα η κυριότητα αυτή να περιέλθει αυτοδικαίως από το έτος 1965 στο Ελληνικό Δημόσιο" και το Εφετείο ερεύνησε το λόγο αυτόν, ο οποίος είναι ορισμένος, και με ιδιαίτερες σκέψεις απέρριψε την, επαναφερθείσα με τον πιο πάνω λόγο έφεσης, ένσταση αυτού περί ιδίας κυριότητας, κατ’ ουσιαστική παραδοχή της προβληθείσας από το ήδη αναιρεσείον αντένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Στο άρθρο 173 Α.Κ. ορίζεται ότι "κατά την ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις". Στο άρθρο 200 Α.Κ. ορίζεται ότι "οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη". Οι διατάξεις αυτές παραβιάζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά τη διάγνωση ασάφειας ή ατέλειας κατά τη διατύπωση της βουλήσεως ή οποιασδήποτε αμφιβολίας ως προς την έννοιά της, παραλείπει να προσφύγει στους κανόνες που τίθενται με αυτές για τη συναγωγή της προσήκουσας ερμηνείας ή να παραθέσει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει η εφαρμογή τους. Οι ίδιες διατάξεις παραβιάζονται και όταν το δικαστήριο της ουσίας προβαίνει σε κακή εφαρμογή τους, δηλαδή όταν η ερμηνεία που δίδεται από αυτό ως προς το περιεχόμενο της υπό αξιολόγηση δηλώσεως δεν είναι σύμφωνη προς τους κανόνες των ΑΚ 173 και 200.
Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ότι η δήλωση βουλήσεως είναι σαφής ή ασαφής και ότι, αντιστοίχως δεν έχει ή έχει ανάγκη ερμηνείας, αποτελεί εκτίμηση πραγμάτων και, συνεπώς, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Η παράλειψη, όμως, του δικαστηρίου της ουσίας να προσφύγει στην εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων, στις περιπτώσεις που αυτή είναι επιβεβλημένη και η ορθότητα της κρίσεως αυτού, ως προς τη δοθείσα ερμηνεία της δικαιοπρακτικής βουλήσεως, ελέγχονται αναιρετικώς, διότι ανάγονται στην εφαρμογή διατάξεων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ.). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Τούτο συμβαίνει αν, για την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου, το δικαστήριο απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που αυτός απαιτεί, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο, ιδρύεται δε ο λόγος αυτός όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.
Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν εφαρμόσθηκε ορθώς ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση αυτών και στην αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται πλήρως, σαφώς και χωρίς αντιφάσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, σχετικά με την ένδικη υπόθεση, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα προεκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Εφετείο, αφού απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την ένσταση του εναγομένου- εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου περί ιδίας αυτού κυριότητας επί του επιδίκου, κατά παραδοχή της νομοτύπως προταθείσας πρωτοδίκως αντενστάσεως του ενάγοντος-εφεσίβλητου ως άνω Σωματείου, περί καταχρηστικής άσκησης της παραπάνω ένστασης ιδίας κυριότητας, την οποία ως εφεσίβλητο το ενάγον επανέφερε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ακολούθως και ενόψει του ότι και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε κρίνει όμοια ( είχε δεχθεί την ένδικη αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη) κατέληξε στην απόρριψη της από 19-12-2008 έφεσης αυτού κατά της υπ’ αριθμ. 4024/2008 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως κατ’ ουσίαν αβάσιμης.
Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο, αφού αντιμετώπισε αμφιβολία σχετικά με την έννοια της αληθινής βούλησης των συμβληθέντων μερών, που δηλώθηκε στο ένδικο συμβόλαιο, ως προς το ζήτημα της συνομολογήσεως ή μη διαλυτικής αιρέσεως, ορθώς προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 Α.Κ. και με την ως άνω ερμηνευτική εκδοχή που έδωσε η προσβαλλόμενη απόφαση, με τις προεκτεθείσες παραδοχές της, δεν παραβίασε τις προδιαληφθείσες διατάξεις των άρθρων 173, 200 και 202 Α.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, λαμβάνοντας υπόψη του και τις διατάξεις του ν.4778/1930 και του άρθρου 39 του ν. 1545/1985. Με τις προεκτεθείσες δε παραδοχές του, διέλαβε σαφείς, πλήρεις και επαρκείς αιτιολογίες και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού από το αιτιολογικό αυτής προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά που ήταν αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση για τη συνδρομή των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, ενώ έχει αιτιολογίες πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των, ως άνω, διατάξεων.
Συνεπώς, ο, από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ., δεύτερος λόγος, ως προς τα δύο σκέλη του, του κύριου δικογράφου και ο, προς συμπλήρωση αυτού, δεύτερος πρόσθετος λόγος με τους οποίους πλήττεται η απόφαση για παράβαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 173 και 200 Α.Κ., είναι αβάσιμοι, όπως αβάσιμος είναι και ο συναφής, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ., πρώτος πρόσθετος λόγος, με τον οποίο πλήττεται η απόφαση για αντιφατικές αιτιολογίες. Τέλος, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, ως προς την προβαλλόμενη επικουρικώς αιτίαση, από το άρθρο 559 αρ 1 ΚΠολΔ., ότι το Εφετείο παραβίασε το άρθρο 202 Α.Κ., γιατί "και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι διαθέταμε περιορισμένο δικαίωμα εκμεταλλεύσεως, όπως δέχεται η προσβαλλομένη, αυτή έσφαλε, εφόσον δέχθηκε ότι ήταν αντίθετη προς το σχετικό δικαίωμά μας η εκμίσθωση χώρου για τη δημιουργία νυκτερινού κέντρου, εφόσον τούτο λειτουργούσε ως αναψυκτήριο κυρίως προς εξυπηρέτηση των αθλητών και των μελών μας", είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού δεν περιέχει το νομικό σφάλμα, δηλαδή πού ακριβώς εντοπίζεται η παράβαση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του κανόνα.
Κατά το άρθρο 559 αρ. 16 ΚΠολΔ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324 και 330 ΚΠολΔ. συνάγεται ότι οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο για το ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, εφόσον πρόκειται για το αυτό αντικείμενο και την αυτή ιστορική και νομική αιτία και δεν περιλαμβάνει τούτο και τις αιτιολογίες της απόφασης, ούτε αφορά δικαιώματα ή έννομες σχέσεις, οι οποίες δεν αποτέλεσαν αναγκαία προϋπόθεση του δικαιώματος που κρίθηκε, αλλά προβλήθηκαν από τους διαδίκους και εξετάσθηκαν από το δικαστήριο ως χρήσιμα για την υποβοήθηση της κρίσης του για το ένδικο δικαίωμα ή ως προς εκείνα που κρίθηκαν πλεοναστικά.
Εξάλλου, το αντικείμενο της δίκης καθορίζεται με την αγωγή, το δε δικαστήριο περιορίζεται να διαπιστώσει τη συνδρομή ή όχι των πραγματικών προϋποθέσεων της διάταξης, η οποία προβλέπει το δικαίωμα που υποβάλλει ο ενάγων και την κατάφαση ή άρνηση της προβλεπόμενης έννομης συνέπειας. Στον έλεγχο του Αρείου Πάγου υπόκειται η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας τόσον για το αν τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου, και για το αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα, τα οποία προσέδωσε σ’ αυτό το δικαστήριο της ουσίας, όσον και η κρίση για τη συνδρομή ή μη των κατά το άρθρου 324 ΚΠολΔ. προϋποθέσεων του δεδικασμένου, εφόσον η κρίση αυτή στηρίζεται σε διαδικαστικά έγγραφα, όπως είναι η αγωγή και οι δικαστικές αποφάσεις, η εκτίμηση του περιεχομένου των οποίων, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο.
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ.16 ΚΠολΔ, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το Εφετείο, κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο από την υπ’ αριθμ. 20/2001 απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Αρείου Πάγου και την υπ’ αριθμ. 6655/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που κατέστη αμετάκλητη, μετά την απόρριψη της, εκ μέρους στη δίκη εκείνη εναγόμενης-εκκαλούσας εταιρίας με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΧΟΛΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Α.Ε.", ασκηθείσας αναίρεσης, με την υπ’ αριθμ. 1822/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, το Εφετείο, σε σχέση με τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί δεδικασμένου, δέχτηκε τα εξής: "Η ένσταση ιδίας κυριότητας στηριζόμενη στην πλήρωση της διαλυτικής αιρέσεως, που προέβαλε στην προκειμένη δίκη το Ελληνικό Δημόσιο, δεν καλύπτεται από δεδικασμένο, απορρέον από τις υπ’ αριθ. 6655/2005 και 3818/1996 αποφάσεις του Εφετείου και την 20/2001 απόφαση του Α.Π. (Ολ.), όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, αφού δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις των άρθρων 324, 330 ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, η ήδη ενάγουσα είχε ασκήσει κατά του Ο.Σ.Κ. την από 25-2-1993 (…/2003) αγωγή, ζητώντας την καταβολή μισθωμάτων και την απόδοση του μίσθιου ακινήτου, το οποίο αποτελεί τμήμα του επίδικου γηπέδου. Κατά τη δίκη εκείνη το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε κυρία παρέμβαση, ισχυριζόμενο ότι είναι κύριος του μισθίου. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ’ αριθ. 3539/1995 απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτη την κυρία παρέμβαση (γιατί με αυτήν διευρύνεται το αντικείμενο της δίκης) και δέχθηκε την αγωγή κατ’ ουσίαν. Κατ’ αυτής ασκήθηκε έφεση, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθ. 3818/1996 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, που δέχθηκε την έφεση και απέρριψε την αγωγή. Κατ’ αυτής ασκήθηκε η από 28-4-1996 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1599/97 απόφαση του Αρείου Πάγου, που παρέπεμψε την υπόθεση η τακτική Ολομέλεια. Εν συνεχεία, η τακτική Ολομέλεια με την υπ’ αριθμ. 11/99 απόφασή της παρέπεμψε την υπόθεση στην πλήρη Ολομέλεια. Η πλήρης Ολομέλεια με την υπ’ αριθμ. 20/2001 απόφασή της ανέπεμψε αυτήν στο Δ’ τμήμα του Αρείου Πάγου, που με την υπ’ αριθμ. 1093/2004 απόφασή του ανέπεμψε αυτήν στο Εφετείο Αθηνών. Το Εφετείο Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 6655/2005 απόφασή του, αφού έκρινε ότι η έφεση είναι απαράδεκτη, καθόσον αυτή στρέφεται κατά του κυρίως παρεμβάντος Ελληνικού Δημοσίου, εν συνεχεία απέρριψε την έφεση κατ’ ουσίαν.
Η τελεσίδικη απόρριψη της ως άνω κυρίας παρεμβάσεως του Ελληνικού Δημοσίου ως απαράδεκτης, με την οποία το τελευταίο είχε ισχυριστεί ότι έχει κυριότητα σε μέρος του επιδίκου γηπέδου, δεν έλυσε το ζήτημα της κυριότητας του Δημοσίου σε αυτό. Το ζήτημα αυτό και μετά ταύτα εξακολούθησε να είναι αμφισβητούμενο και ως εκ τούτου δεν απορρέει δεδικασμένο από τις αποφάσεις αυτές". Επομένως, το Εφετείο, που απέρριψε υπό τα παρ’ αυτού γενόμενα δεκτά ως άνω περιστατικά τον περί δεδικασμένου ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Σωματείου, δεν παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 322, 324 και 330 ΚΠολΔ. και ο περί του αντιθέτου, από το άρθρο 559 αρ. 16 του ίδιου Κώδικα, τρίτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το δεύτερο μέρος του, από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, δεδομένου ότι η παράβαση των δικονομικών κανόνων δεν θεμελιώνει την εκ της άνω διατάξεως πλημμέλεια.
Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ. 8 περ. β’ ΚΠολΔ. ιδρύεται αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί που συνθέτουν την ιστορική βάση και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης. Εξάλλου, το κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ. έννομο συμφέρον για την άσκηση του ένδικου μέσου της αιτήσεως αναιρέσεως πρέπει να υφίσταται όχι μόνο γενικώς ως προς αυτό, αλλά και ειδικώς ως προς κάθε ένα λόγο αναιρέσεως.
Εν προκειμένω, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ.8 περ. β’ ΚΠολΔ., προβάλλεται από το αναιρεσείον Σωματείο η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του και τους προβληθέντες από αυτό Β και Δ λόγους προς θεμελίωση της αντενστάσεώς του περί καταχρηστικής ασκήσεως της προβληθείσας από το εναγόμενο ενστάσεως ιδίας κυριότητάς του, με τους οποίους προέβαλε ότι: "1. Το αντίδικο, με την υποχρέωση που μας επέβαλε με τη θέσπιση της διατάξεως της παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 252/1976 να εκμισθώσουμε 16 στρέμματα στον Ο.Σ.Κ. για την ανέγερση σχολείων, μας δημιούργησε την ακλόνητη πεποίθηση ότι δεν ήταν αντίθετη προς τους σκοπούς της παραχωρήσεως η οικονομική εκμετάλλευση της εκτάσεως δια της εκμισθώσεώς της για χρήση όχι ευθέως εξυπηρετούσα τους σκοπούς του σωματείου μας. Και 2. Σκοπός της συγκεκριμένης διατάξεως του ν. 4778/1930, η οποία επέτρεψε την εκμετάλλευση, υπό τον όρο ότι συναινεί προς το σκοπό της παραχωρήσεως, ήταν να δημιουργηθούν μεν πηγές εσόδων για το σωματείο μας, υπό τον όρο όμως ότι δεν θα μεταβαλλόταν η γενικότερη χρήση του χώρου ως σκοπευτηρίου.
Εν προκειμένω η εκμίσθωση χώρου 420 τ.μ. από σύνολο 610.000 τ.μ. ως αναψυκτηρίου είναι εντελώς ασήμαντη και ουδόλως μεταβάλλει τη χρήση της όλης εκτάσεως ως χώρου αθλητικών εγκαταστάσεων". Όμως, από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι η ως άνω αντένσταση περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, που προβλήθηκε από το ενάγον Σωματείο κατά της ένστασης ιδίας κυριότητας του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και με την παραδοχή αυτήν απορρίφθηκε ως αβάσιμη η εν λόγω ένσταση αυτού.
Επομένως, ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού οι ως άνω αιτιάσεις, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, προβάλλονται άνευ έννομου συμφέροντος του ήδη αναιρεσείοντος.
Κατά το άρθρο 559 αριθ.8 εδ.β’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως ή άλλης αίτησης ή ανταίτησης των διαδίκων για παροχή έννομης προστασίας (Ολ. ΑΠ 25/2003). Για να είναι ορισμένος ο λόγος αυτός αναίρεσης πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτόν "τα πράγματα", που παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη το δικαστήριο, παρότι είχαν προταθεί νομίμως από τον αναιρεσείοντα, ποια επίδραση άσκησαν στην έκβαση της δίκης καθώς και τα στοιχεία εκείνα από τα οποία θα κρινόταν αν τα "πράγματα" είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση, το αναιρεσείον Σωματείο με τον τρίτο πρόσθετο λόγο της αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτίαση από το άρθρο 559 αρ.8 εδ.β’ ΚΠολΔ, ισχυριζόμενο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τις απ’ αυτό προβληθείσες αντενστάσεις περί συνδρομής δεδικασμένου και καταχρήσεως δικαιώματος όσον αφορά την ένσταση περί πληρώσεως διαλυτικής αιρέσεως και συνεπεία αυτής καταλύσεως της επίμαχης κυριότητας επί της επίδικης εκτάσεως, που προέβαλε το αναιρεσίβλητο. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι δεν προσδιορίζονται σ’ αυτόν ποια επίδραση άσκησαν στην έκβαση της δίκης τα "πράγματα" που προτάθηκαν απ’ αυτό καθώς και τα στοιχεία εκείνα, από τα οποία θα προέκυπτε ότι, αν γίνονταν δεκτά, θα επηρέαζαν ευνοϊκά για αυτό (αναιρεσείον) το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης.
Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερθέντων πρέπει : α) να γίνει δεκτή η από 10-6-2013 αίτηση αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), β) να απορριφθούν η από 2-5-2011 αίτηση αναίρεσης και οι από 18-9-2013 πρόσθετοι επ’ αυτής λόγοι του Σωματείου με την επωνυμία "… Εταιρία" και γ) να καταδικαστεί το ως άνω αναιρεσίβλητο-αναιρεσείον, που ηττήθηκε και στις δυο συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος – αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ.), μειωμένη κατά τα άρθρα 22 παρ. 1, 3 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 Εισ Ν. ΚΠολΔ. και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’ αριθ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 11/20-1-1993), που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 10-6-2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου με την από 2-5-2011 αίτηση και τους από 18-9-2013 πρόσθετους επ’ αυτής λόγους του Σωματείου με την επωνυμία "… Εταιρία", περί αναιρέσεως της υπ’ αριθμ. 4962/2010 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Δέχεται την από 10-6-2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου.
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 4962/2010 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην αυτών που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο Σωματείο με την επωνυμία "…" στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Απορρίπτει την από 2-5-2011 αίτηση του ως άνω Σωματείου και τους από 18-9-2013 πρόσθετους επ’ αυτής λόγους για αναίρεση της πιο πάνω απόφασης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον Σωματείο με την επωνυμία "… Εταιρία" στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Μαρτίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Απριλίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ