Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου

Πριν από μια δεκαπενταετία, δεν γνωρίζαμε καν, αν θα υπήρχε επαρκές τραπεζικό σύστημα στο χώρα μας. Μέσα σε αυτήν τη δεκαπενταετία, οι τράπεζες αποτελούσαν τον Πίθο των Δαναΐδων της Ελληνικής Οικονομίας. Και πριν από σχεδόν μια δεκαετία, οι τράπεζες έκλειναν πανηγυρικά, με τις τραγικές κινήσεις των Τσίπρα, Καμμένου, Βαρουφάκη.

Το πράσινο φως που δόθηκε από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την καταβολή μερισμάτων στους μετόχους των τραπεζικών μετοχών σήμανε το τέλος μιας δύσκολης εποχής όχι μόνο για τις τράπεζες, αλλά και συνολικά για την εθνική οικονομία.

Μετά από μια δεκαπενταετία, που συντάραξε το τραπεζικό σύστημα, έφτασε η στιγμή της επιβράβευσης των μετόχων. Μέσα σε αυτήν τη δεκαπενταετία μεταβλήθηκε άρδην η μετοχική σύνθεση των τραπεζών, μέσω των διαδοχικών ανακεφαλαιοποίησεων, της κρατικοποίησης και της αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.

Μέσα στο ίδιο χρονικό διάστημα μεταβλήθηκε πλήρως και ο συνολικός τραπεζικός χάρτης μέσω των συγχωνεύσεων που πραγματοποιήθηκαν. Ωστόσο, σήμερα έφτασε η ημέρα να αλλάξει η εικόνα της τραπεζικής αγοράς, σε ένα κανονικό “business as usual”.

Ήταν εύκολη αυτή η διαδρομή; Ασφαλώς και όχι.

Οι τράπεζες όλα τα προηγούμενα χρόνια έπρεπε να κλείσουν τις χαίουσες πληγές των κόκκινων δανείων, να εξορθολογικοποιήσουν τις λογιστικές τους καταστάσεις, να μειώσουν τα κόστη τους, να εκσυγχρονιστούν, να επανακτήσουν τις σχέσεις εμπιστοσύνης με την κοινωνία και την επιχειρηματικότητα, να θωρακιστούν κεφαλαιακά, να κερδίσουν και πάλι την εμπιστοσύνη των αγορών, να μετασχηματιστούν, να ανασχεδιάσουν τις λειτουργίες τους, να αποκτήσουν έναν ψηφιακό χαρακτήρα και να επιστρέψουν πιο δυνατές στη βασική τους λειτουργία, η οποία είναι η χρηματοδότηση της πραγματική οικονομίας.

Η έγκριση της ΕΚΤ για τη διανομή συνολικά 800 εκατ. ευρώ στους μετόχους των τραπεζών, τόσο με τη μορφή μερισμάτων όσο και με τη μορφή επαναγοράς ιδίων μετοχών, που στην πορεία θα ακυρωθούν, αποτελεί ένα σημείο σταθμό. Δεν ήταν μια εύκολη απόφαση. Είχαν διατυπωθεί ισχυρές ενστάσεις.

Η πρώτη ήταν η αναλογία των κερδών των τραπεζών, ανάμεσα στα κέρδη από προμήθειες και στα κέρδη από τα επιτοκιακά έσοδα. Διότι το ενδεχόμενο μιας κυβερνητικής παρέμβασης ή μιας παρέμβασης από την επιτροπή ανταγωνισμού θα έθετε σε κίνδυνο τη συνέχιση της ύπαρξης μεγάλων εσόδων από προμήθειες.

Η δεύτερη ήταν και παραμένει η ανάγκη χτισίματος κεφαλαίων, αντί για τη διανομή κερδών.

Η τρίτη ήταν η ιστορία της αναβαλλόμενης φορολογίας και η διαδικασία απόσβεσης της. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σύνολο της αναβαλλόμενης φορολογίας βρίσκεται στα 13 δισ. ευρώ. Με την Εθνική Τράπεζα στα 3,8 δισ. ευρώ, την Τράπεζα Πειραιώς στα 3,35 δισ. ευρώ, την Eurobank στα 3,36 δισ. ευρώ και την Alpha Bank στα 2,62 δισ.

Και η τέταρτη ένσταση που απασχόλησε ιδιαίτερα τους χρηματιστηριακούς αναλυτές είναι το ερώτημα, για ποιο λόγο έχει αξία για τους μετόχους να διανεμηθεί μέρισμα, τη στιγμή που οι τράπεζες δανείζονται κεφάλαια μέσω ομολογιακών δανείων με υψηλά επιτόκια, τα οποία ουσιαστικά τα «πληρώνουν» οι ίδιοι μέτοχοι. Δηλαδή, πληρώνουν τόκους για να εισπράττουν μερίσματα.

Με δεδομένο όμως, ότι η ελληνική επενδυτική και χρηματιστηριακή κουλτούρα δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στα μερίσματα, αντί για τις υπεραξίες, η απόφαση της διανομή μερίσματος θα επιδράσει με καταλυτικό τρόπο στους επενδυτές του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Βέβαια θα πρέπει να αναλογιστούμε ότι χωρίς να έχουν καταβληθεί μερίσματα, η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας έχει πάει από τα 2,29 στα 8,1 ευρώ και της Eurobank από τα 0,80 στα 2,07 ευρώ. Δηλαδή οι επενδυτές και κυρίως οι θεσμικοί επενδυτές από το εξωτερικό που κυριαρχούν στο Χρηματιστήριο Αθηνών, έδωσαν σημασία περισσότερο στο 100% επιτυχημένο “turnaround story” των τραπεζικών μετοχών, παρά στη διανομή μερισμάτων.

Ας δούμε όμως τι θα εισπράξουν οι μέτοχοι.

Η Alpha Bank θα διανείμει 61 εκατ. υπό την μορφή μερίσματος και το ισόποσο θα το χρησιμοποιήσει για την επαναγορά μετοχών στα πλαίσια του υπάρχοντος προγράμματος, που στη συνέχεια θα ακυρωθούν, αυξάνοντας έτσι την αξία των χαρτοφυλακίων των μετόχων.

Η Εθνική Τράπεζα θα διανείμει μερίσματα ύψους 332 εκατ. ευρώ, δηλαδή 0,36 ευρώ, ανά μετοχή στους μετόχους της. Κάτι που αντιστοιχεί στο γενναιόδωρο 30% των καθαρών κερδών της οικονομικής χρήσης 2023.

Η Eurobank θα προχωρήσει σε διανομή μερίσματος σε μετρητά ύψους €342 εκατ., δηλαδή σε 0,0933 ευρώ ανά μετοχή. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε ποσοστό διανομής 30% επί των καθαρών κερδών του οικονομικού έτους 2023.

Τέλος, η Τράπεζα Πειραιώς θα διανείμει μερίσματα συνολικού ύψους 79 εκατ. ευρώ, δηλαδή το 10% των ετήσιων καθαρών κερδών της για το 2023.

Η διανομή μερισμάτων από την πλευρά των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, οδήγησε ήδη την Goldman Sachs στην επιβεβαίωση των συστάσεων της για τις μετοχές των τραπεζών με τις τιμές – στόχους για το επόμενο δωδεκάμηνο να βρίσκονται στα 2,5 ευρώ για την Eurobank, στα 10 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, στα 5,30 ευρώ για τη Τράπεζα Πειραιώς και στα 1,95 ευρώ για την Alpha Bank.

Η JP Morgan επανέλαβε τη θετική της άποψη για τις ελληνικές τράπεζες, τονίζοντας πως οι προοπτικές είναι ευοίωνες, ενώ κάνει λόγο για αποδόσεις ανώτερες από αυτές που περιμένει η αγορά, μετά την έγκριση των μερισμάτων. Θέτει τιμή στόχο τα 2,40 ευρώ για την Eurobank, τα 5,35 ευρώ για την Πειραιώς, τα 8,30 ευρώ για την Εθνική και τα 2,40 ευρώ για την Alpha Bank.

Πηγή: liberal.gr