Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου

Επιτέλους οι ευρωεκλογές τελείωσαν και έχουμε μπροστά μας ένα χρονικό διάστημα τριών ετών, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να προσφύγουμε εκ νέου στις κάλπες και γενικότερα να ξανασχοληθούμε με εκλογές και εκλογολογίες. Αντιθέτως, έχουμε μπροστά μας μια τριετία, που είναι ένας επαρκής χρόνος, για να κάνει η κυβέρνηση όλα όσα πρέπει να γίνουν και όλα όσα ανέβαλε ή δείλιασε να κάνει από τις εκλογές του ’23 μέχρι σήμερα.

Πολιτικά μηνύματα δόθηκαν, αλλά πολιτική ανατροπή δεν προέκυψε. Οπότε η κυβέρνηση δεν έχει την παραμικρή δικαιολογία για να ολιγωρήσει ακόμα περισσότερο στο ξετύλιγμα του μεταρρυθμιστικού και αναπτυξιακού της έργου.

Ειδικά όταν απέναντι της, βρίσκεται το απόλυτο πολιτικό χάος. Ένα ΠΑΣΟΚ το οποίο συντηρείται στη λειτουργία του αυτόματου πιλότου, από το πνεύμα του Ανδρέα Παπανδρέου, έχοντας αποβάλει από το πρόγραμμα του κάθε εκσυγχρονιστικό και μεταρρυθμιστικό στοιχείο. Και το οποίο έφτασε η στιγμή να επαναπροσδιοριστεί, εάν επιθυμεί να πρωταγωνιστήσει στην εγχώρια πολιτική σκηνή.

Ένα κόμμα Κασσελάκη το οποίο στην παρούσα φάση τουλάχιστον θα συνεχίσει να βολοδέρνει ανάμεσα στην πολιτική και στο reality show, στις εσωκομματικές λειτουργίες και το life style, αλλά και ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία. Ένα κόμμα των φαντασιόπληκτων πατριδοκάπηλων και συνωμοσιολόγων, που έχει πάρει τη θέση του κόμματος Καμένου. Ένα παραθρησκευτικό αναχρονιστικό κύκλωμα. Ένα παλαιοσταλινικό κόμμα που η μηχανή του χρόνου το έχει κρατήσει καθηλωμένο στις όχθες του Βόλγα του 1917. Ένα αποσχισθέν τμήμα του Σύριζα που έχει ένα σαφές νεοσταλινικό πνεύμα. Και τα υπόλοιπα κόμματα παρωδίες.

Η εικόνα της αντιπολίτευσης δεν προσφέρεται για κυβερνητικό εφησυχασμό. Ίσα – ίσα, που αποτελεί μια ευκαιρία δράσης, μετά από μια μακριά περίοδο κυβερνητικού εγκλωβισμού στην ατζέντα της αντιπολίτευσης. Στο τέλος της τετραετίας, η κυβέρνηση δεν θα κριθεί από το πως αντιμετώπισε τις επιθέσεις της αντιπολίτευσης, από το πως απάντησε στα αντιπολιτευτικά συνωμοσιολογικά σενάρια, αλλά από το πως χειρίστηκε τα προβλήματα της χώρας και το πως ανταποκρίθηκε στις προκλήσεις.

Και η βασική πρόκληση της χώρας είναι η οικονομική ανάπτυξη και η ευημερία των πολιτών. Από αυτούς τους δυο παράγοντες ξεκινούν όλα. Και σε αυτούς τους δύο παράγοντες καταλήγουν όλα.

Η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει πάγιες αδυναμίες τις οποίες αν δεν καταφέρει να ξεπεράσει, ώστε να πλησιάσει τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες, θα ξανακυλήσει σε έναν μη ενάρετο οικονομικό κύκλο. Η πρώτη βασική αδυναμία είναι το χαμηλό ύψος των άμεσων ξένων επενδύσεων. Και η δεύτερη είναι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.

Μόλις την περασμένη Παρασκευή, δόθηκαν στη δημοσιότητα τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα οποία παρουσιάστηκε μια εκρηκτική αύξηση της τάξεως του 35,6% στο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά τον μήνα Απρίλιο. Έτσι ενώ αυξήθηκαν οι εξαγωγές κατά 11,1% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2023, αυξήθηκαν και οι εισαγωγές. Και μάλιστα κατά πολύ περισσότερο, κατά 19,8%.

Είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο; Όχι. Το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Απριλίου 2024 ανήλθε σε $11,7 εκατ. έναντι $10,2 κατά το ίδιο χρονικό διάστημα του έτους 2023, παρουσιάζοντας αύξηση της τάξεως του 14,7%.

Τι σημαίνει αυτό; Ότι η ελληνική οικονομία αδυνατεί όχι μόνο τα υποκαταστήσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που εισάγει, μέσω της παραγωγής αντίστοιχων εγχώριων προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά αδυνατεί να διεμβολίσει τις ξένες αγορές και να τοποθετήσει στα «ξένα ράφια» προϊόντα ελληνικής παραγωγής.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η οικονομική κρίση του 2009, είχε προκληθεί από τα λεγόμενα «δίδυμα ελλείμματα». Αφ’ ενός το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού και αφ’ ετέρου το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού το 2009 βρισκόταν σχεδόν στο -16%, ενώ την ίδια στιγμή το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών βρισκόταν στο -11%.

Και το μεν έλλειμμα του προϋπολογισμού έχει μετατραπεί σε πλεόνασμα, μέσω της άσκησης μιας σφιχτής και συνετής δημοσιονομικής πολιτικής που ασκεί η κυβέρνηση, αλλά και μέσω της μεγέθυνσης της οικονομίας. Δίχως να υποτιμούμε την σαφέστατη αυτή επιτυχία, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το πλεόνασμα βασίζεται σε κυβερνητικές αποφάσεις.

Αντίθετα, το εμπορικό ισοζύγιο, βασίζεται πάνω στη λειτουργία της πραγματικής οικονομίας και αποτελεί προϊόν του ελληνικού επιχειρηματικού και οικονομικού μοντέλου. Η «αλλαγή του οικονομικού μοντέλου», δεν θα πρέπει να αποτελεί απλά μέρος των κυβερνητικών εξαγγελιών ή των πολιτικών προγραμμάτων. Θα πρέπει να γίνει πραγματικότητα. Ποιος είναι ο ρόλος της κυβέρνησης, εδώ; Η συμβολή της, στην ανάπτυξη της καινοτομίας, της αύξησης της ανταγωνιστικότητας, της ισχυροποίησης της παραγωγικότητας, του ανοίγματος της αγοράς και της διευκόλυνσης της επιχειρηματικότητας.

Η διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, περνάει μέσα από την πάταξη της γραφειοκρατίας, των στρεβλών αδειοδοτικών διαδικασιών, των υπερβολικών ρυθμίσεων, του ασφυκτικού κανονιστικού πλαισίου και της αργής απονομής της δικαιοσύνης. Και αυτό είναι κάτι που δεν αφορά μόνο τις εγχώριες επενδύσεις, αλλά και τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Οι οποίες σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, υποχώρησαν το 2023 κατά 36% και σε απόλυτο μέγεθος βρίσκονται χαμηλότερα από τις αντίστοιχες του 2021.

Η ερμηνεία αυτής της μείωσης των επενδύσεων είναι απλή. Στα πολύ ψιλά γράμματα των μέσων μαζικής ενημέρωσης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, πέρασε η είδηση της κατάληψης από τη χώρα μας της πρώτης θέσης στη λίστα του Δείκτη της Παγκόσμιας Επιχειρηματικής Πολυπλοκότητας (Global Business Complexity Index / GBCI) που συγκροτεί σε ετήσια βάση το ολλανδικό TMF Group. Δηλαδή η Ελλάδα διαθέτει το πιο δύσκολο και πολύπλοκο περιβάλλον, για έναν επενδυτή και επιχειρηματία που επιθυμεί να επενδύσει και να επιχειρήσει στη χώρα μας. Στην έκθεση που συνοδεύει τη βαθμολογία της GBCI, επισημαίνονται συγκεκριμένα οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές και οι επιχειρηματίες λόγω της πολυπλοκότητας των λογιστικών και φορολογικών διαδικασιών, καθώς και των θεμάτων που άπτονται του μισθολογικού και εργασιακού περιβάλλοντος.

Η συνταγή είναι μια. Να βάλει το κεφάλι κάτω ο κρατικός μηχανισμός και να δημιουργήσει ένα απλό, ξεκάθαρο και σταθερό επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, με σκοπό να προσελκύσει πραγματικές επενδύσεις με ουσιαστικό παραγωγικό αποτύπωμα. Χωρίς επενδύσεις δεν πάμε πουθενά. Δουλειά, δουλειά, δουλειά, λοιπόν!

Πηγή: liberal.gr