Οι διωγμοί του 1914 στην Παλαιά Φώκαια θεωρούνται προπομπός των γεγονότων που ακολούθησαν στη Σμύρνη το 1922, όπως αναδεικνύει το ντοκιμαντέρ «Γεγονότα στη Φώκαια 1914», των Aνιές Σκλάβου και Στέλιου Tατάκη. [ΚΡΥΣΤΑΛΛΗ ΓΛΥΝΙΑΔΑΚΗ]

Γράφει η Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη *

H οικογένεια της μητέρας μου κατάγεται από το Αξάρι της Μικράς Ασίας – Ακχισάρ στα τουρκικά· τα αρχαία Θυάτειρα. Για πολλά-πολλά χρόνια δεν ασχολούμην καθόλου με αυτή μου την καταγωγή. Μόνο όταν βρέθηκα να ζω στην Κωνσταντινούπολη, το 2009-2012, άρχισα, από περιέργεια, να θέλω δω τα μέρη από τα οποία έφυγαν κακήν κακώς οι πρόγονοί μου.

Η περιέργειά μου κατέληξε γρήγορα να γίνεται βαθιά απογοήτευση: η πόλη των 120.000 κατοίκων, 100 χλμ. ΒΑ της Σμύρνης, που κάποτε ήταν από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα καπνού και σταφίδας της δυτικής Μικράς Ασίας (με τις πλατείες της και τα πλατάνια της, τις βρύσες της και τα λουλούδια της, τα «χώματα που βγάζανε καρπό δυο φορές τον χρόνο», όπως έλεγε η προγιαγιά μου) είχε καταλήξει ένα άναρχο συνονθύλευμα από άτσαλα κτισμένες πολυκατοικίες και φασαριόζικα μαγαζιά, τουρκικές σημαιούλες, μπαταρισμένα παλιά αυτοκίνητα, κακοφτιαγμένα τζαμιά και ξεφλουδισμένα, γονατισμένα και κενά ελληνικά σπίτια, στο έλεος του Αλλάχ. Ρωτήσαμε παντού: κανείς δεν είχε ιδέα ότι κάποτε εκεί ζούσαν και Ρωμιοί.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για τη Σμύρνη μέσα στη βαριά σιωπή. Ξαφνικά, μετά από περίπου 50 χιλιόμετρα, στο δεξί μέρος του δρόμου είδαμε μια πινακίδα: «Foça». Τα παιδικά μου καλοκαίρια τα έχω περάσει δίπλα στην Παλαιά Φώκαια Αττικής, στο Λαγονήσι· η πινακίδα μού φάνηκε ξαφνικά μια ανάσα δροσιάς μέσα στο λιοπύρι και τη ματαίωση. Χωρίς να το πολυσκεφτώ, έστριψα το τιμόνι δίχως να ξέρω πού πηγαίνω, μέχρι που έφθασα στους λόφους πάνω από την πόλη και μια αναπάντεχα όμορφη θέα ανοίχτηκε μπροστά μου.

Η Εσκί Φότσα (Παλαιά Φώκαια) ήταν ό,τι δεν ήταν το Αξάρι: μια μικρή πόλη λουσμένη στο φως του Αιγαίου, με πλακόστρωτα και εκατοντάδες ανακαινισμένα παλιά σπίτια, που έφεραν ακόμα επιγραφές στα ελληνικά. Με το παλιό σχολείο προσεγμένο, την προμενάδα να αγκαλιάζει με χάρη τη θάλασσα στον Μικρό και τον Μεγάλο Γυαλό, το «καφέ Καβάλα» ένα βήμα από τα κύματα που έσκαγαν γλυκά στην παραλία. Τα υπόλοιπα που είδαμε (τους σερβιτόρους να μας αποκαλούν komşu –γείτονες- και να μας κερνούν, τα χαμόγελα και τα ελληνικά τραγούδια) δεν τα αναφέρω: όπου κι αν πάει κανείς στα παράλια της Μ. Ασίας, αυτά θα δει και θα ακούσει, δεν είναι η εξαίρεση η Φώκαια.

Με εντελώς άλλη διάθεση ξεκινήσαμε ξανά για τη Σμύρνη. Δεν θα μπορούσα τότε να ξέρω πως αυτή η μικρή παρεκτροπή θα άλλαζε όλη μου τη ζωή. Μια σειρά από διαδοχικές συμπτώσεις με οδήγησαν να αρχίσω να μελετώ εμμονικά το παρελθόν μιας πόλης, που ενώ το είχα ζωντανό δίπλα μου όλη μου τη ζωή, το αγνοούσα: η «Γαλήνη» του Βενέζη έπεσε στα χέρια μου εκείνο το Πάσχα και συνειδητοποίησα πόσο έντονη ήταν η παρουσία των Φωκιανών προσφύγων στα παιδικά μου λημέρια· λίγους μήνες αργότερα, το εξαιρετικό ιστορικό ντοκιμαντέρ των Ανιές Σκλάβου και Στέλιου Τατάκη «Γεγονότα στη Φώκαια, 1914», μου αποκάλυψε ότι οι Φωκιανοί -και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι Μικρασιάτες- έγιναν πρόσφυγες δυο φορές: μία με την Καταστροφή του ’22, και μία πιο πριν, το 1914, στον πρώτο διωγμό της Μικράς Ασίας.

Η καταγωγική μου πόλη, το Αξάρι, με έσπρωξε μακριά και με έριξε, με μια αυθόρμητη στροφή του τιμονιού, στην αγκαλιά της Φώκαιας.

Κατόπιν διάβασα το λεύκωμα με τις φωτογραφίες του πρωταγωνιστή του ντοκιμαντέρ, του Γάλλου μηχανικού Φελίξ Σαρτιό, που ήταν αυτόπτης μάρτυς του πρώτου διωγμού. Επικοινώνησα με τον άνθρωπο που έστησε το λεύκωμα με αγάπη, τον Χάρη Γιακουμή. Κατόπιν, με την Ανιές και τον Στέλιο. Και όταν ήρθε η ώρα να δηλώσω το θέμα του διδακτορικού μου στο πανεπιστήμιο του Μπόρνμουθ, το 2016, προφανώς και δήλωσα τον πρώτο διωγμό της Φώκαιας.

Εκτοτε, έχω γνωρίσει δεκάδες Φωκιανούς, Ελληνες και Τούρκους. Ανθρώπους που δέχθηκαν να μιλήσουν στην κάμερα για τις μνήμες τους και τις τραυματικές και γλυκόπικρες θύμησες των γονιών και των παππούδων τους· ακαδημαϊκούς που, εμμονικά, αγαπητικά, έψαξαν και βρήκαν λεπτομέρειες και αποδείξεις σε ελληνικά, τουρκικά και οθωμανικά αρχεία· αρχιτέκτονες που ξανάστησαν τα σπίτια των Ελλήνων στην Εσκί Φότσα· πρώην και νυν δημάρχους, ένθεν και ένθεν, που τους πιάνουν τα δάκρυα κάθε που μιλάνε για την κοινή τους καταγωγή. Οι Τούρκοι Φωκιανοί είναι οι μόνοι που ξέρω να λένε τους Μικρασιάτες «Γιουνανλί» αντί για «Ρουμ»: Ελληνες αντί για Ρωμιούς.

Την αγάπησα αυτή την πόλη με τα καλντερίμια της και τα σπίτια της, τις μπουκαμβίλιες της και το γλυκό της ηλιοβασίλεμα, τους μαλακούς ανθρώπους της και τους συγκινημένους πρόσφυγές της. Η ζωή μου πια είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με την ιστορία της. Και αυτό μόνο και μόνο επειδή η δική μου καταγωγική πόλη, το Αξάρι, με έσπρωξε μακριά και με έριξε, με μια αυθόρμητη στροφή του τιμονιού, στην αγκαλιά της Φώκαιας μια για πάντα.

* H κ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.

Πηγή: kathimerini.gr