Του Μανόλη Καψή

Η αποκάλυψη δεν ήταν ακριβώς αποκάλυψη. Ήταν γνωστό από την πρώτη στιγμή ότι στο ηχητικό ντοκουμέντο με τον μοιραίο σταθμάρχη και τον μηχανοδηγό της αμαξοστοιχίας ακούγονταν και άλλα πολλά πρόσωπα. Ότι στο ηχητικό ντοκουμέντο ακούγονταν και ο μηχανοδηγός άλλης αμαξοστοιχίας, που ευτυχώς έφθασε αισίως στον προορισμό του αλλά και ένα τεχνικός. Το έλεγε και η ΕΡΤ την επομένη, το έλεγαν και οι συνδικαλιστές του ΟΣΕ. Προφανώς είχε πέσει μοντάζ. Ποιος και γιατί έκανε τη συρραφή, τότε δεν απασχόλησε κανέναν.

Αλλά βέβαια και η αποκάλυψη της εφημερίδας το Βήμα ότι γαλάζιο (υποθέτουμε) χέρι είχε αφαιρέσει άρον-άρον τα ηχητικά ντοκουμέντα από το καταγραφικό του Οργανισμού και τα είχε δώσει χέρι-χέρι (υποθέτουμε) στο φιλοκυβερνητικό Μέσο, για να ενισχυθεί το στόρι του (αυταπόδεικτου) ανθρώπινου σφάλματος, δεν είναι και ιδιαίτερα τιμητικό για την κυβέρνηση (και ενδεχομένως να είναι και παράνομο όσον αφορά τον αυτουργό).

Πόσο μάλλον όταν έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά άλλων ατυχών παρεμβάσεων στην υπόθεση της τραγωδίας των Τεμπών, που βαραίνουν το κλίμα δυσφορίας για την κυβέρνηση, αλλά και στην υπόθεση της διαρροής των emails των αποδήμων από το υπουργείο Εσωτερικών. Και επιβεβαιώνει την υποψία ότι ορισμένοι βλέπουν το κράτος ως λάφυρο και ότι η σχέση κυβέρνησης, κυβερνώντος κόμματος και κρατικού μηχανισμού είναι σχέση (ως μη όφειλε) αλληλεξάρτησης και συγκοινωνούντων δοχείων, προς όφελος φυσικά των πρώτων.

Η κυβέρνηση απάντησε, χωρίς να δώσει όμως διευκρινίσεις για τη διαρροή, κάνοντας λόγο για fake news (αδίκως) και καταγγέλλοντας (βολικά) τα οικονομικά συμφέροντα που -όπως λέει- κρύβονται πίσω από το ρεπορτάζ. Ρεπορτάζ που δεν το εκλαμβάνει ως αποκάλυψη, αλλά ως επίθεση κάτω από τη ζώνη. Όχι ότι το ένα αποκλείει το άλλο. Τα συμφέροντα κάνουν τη δουλειά τους, ενίοτε στρέφονται εναντίον της εξουσίας για λόγους που δεν είναι πάντα ορατοί από το ευρύ κοινό, οι δημοσιογράφοι κάνουν ρεπορτάζ και η κυβέρνηση οφείλει να κάνει τη δική της.

Ο πρώτος που αντέδρασε (ή το σωστό είναι υπερ-αντέδρασε;) ήταν ο Νίκος Ανδρουλάκης, προαναγγέλλοντας την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας. Καλώντας την αντιπολίτευση να σπεύσει να συμπράξει στην πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ, ως σαν να ήθελε να εκβιάσει αυτό που συνιστά τον (άπιαστο ακόμα) στρατηγικό του στόχο. Να τεθεί δηλαδή επικεφαλής της αντιπολίτευσης.

Το θέμα του τραγικού δυστυχήματος θα συζητηθεί εκτενώς λοιπόν στη Βουλή, σίγουρα δεν θα γίνουμε σοφότεροι για το τι συνέβη (αν υποθέσουμε ότι πραγματικά έχουμε ακόμα απορίες για το πώς βρέθηκαν σε πορεία σύγκρουσης τα δυο τρένα και τι συνέβη μετά) και η ανακύκλωση της συζήτησης σε ένα κλίμα γενικευμένης δυσπιστίας για τους κυβερνητικούς χειρισμούς- με την κοινή γνώμη πεπεισμένη ότι επιχειρείται συγκάλυψη- σίγουρα δεν θα είναι η ιδανική συζήτηση για την κυβέρνηση.

Αυτή τη φορά θα δώσει το παρών και θα μιλήσει και ο πρωθυπουργός. Υποθέτουμε ότι θα προτιμούσε να μιλήσει για τις επενδύσεις, αλλά…

Από την άλλη, ποτέ καμία κυβέρνηση δεν έπαθε τίποτα από μια πρόταση δυσπιστίας που μάλλον “μαζεύει τα μπόσικα” και ενισχύει τη συσπείρωση των κυβερνητικών, λήγει δε πάντα με μια αίσθηση deja vu. Αν υποθέσουμε δε ότι η κυβέρνηση σε αυτές τις εκλογές, τις χωρίς επίδικο και ιδανικές για τη ανέξοδη έκφραση δυσφορίας, αναζητούσε αντίπαλο και λόγο για να προκαλέσει την απαραίτητη πόλωση, η ιστορία για τα συμφέροντα της προσφέρει μια ιδανική πλατφόρμα.

Εδώ κάνει την εμφάνισή του και ο Στέφανος, που ζήτησε την αποχώρηση (με ψυχραιμία λέει) του Κυριάκου Μητσοτάκη και τη διεξαγωγή εκλογών με την παρουσία παρατηρητών. Δεν ξέρω αν εννοεί κυανόκρανους του ΟΗΕ ή κάτι σαν τον Παναγιώτη Λαφαζάνη -που ήταν παρατηρητής στις εκλογές στη Ρωσία και τις βρήκε άψογες και δημοκρατικές (sic)- αλλά για μια φορά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος είχε δίκιο. Ο Στέφανος ήταν σε άλλη πίστα.

Θα μπορούσε και αυτός ιδανικά να υπηρετήσει το κυβερνητικό σχέδιο για την πόλωση και τη σύγκρουση εν όψει ευρωεκλογών, το κυβερνητικό σχέδιο για την αναβίωση του “μπαμπούλα” της αποσταθεροποίησης, αν δεν ήταν τόσο light που υπονομεύει τις ίδιες τις πρωτοβουλίες του.

Πηγή: capital.gr