Του Ζαχαρία Ζούπη

Όσο ανιαρά κύλησαν οι ευρωεκλογές, τόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση των αποτελεσμάτων τους. Από την αρχή τονιζόταν ότι διαχρονικά οι ευρωεκλογές θεωρούνται «δεύτερης τάξης» εκλογές, ότι δύσκολα μπορεί να περάσουν μαζικά κρίσιμα πολιτικά διακυβεύματα, ότι πάντα παρουσίαζαν μειωμένη συμμετοχή όταν πραγματοποιούνταν μόνες τους χωρίς παράλληλη πραγματοποίηση κάποιας άλλης εκλογικής μάχης, όπως π.χ το 2019 και το 2014.

Από την αρχή σημειωνόταν ότι πέρυσι ψηφίσαμε έξι φορές αν υπολογίσουμε και δεύτερους γύρους σε Περιφερειακές και Δημοτικές εκλογές και ότι υπάρχει μια εκλογική κόπωση, αλλά και κάτι το αυτονόητο: διαδεδομένη άποψη με λογική βάση πως ότι και να συμβεί, τίποτα το σημαντικό δεν θα διαταραχθεί, αφού η Ν.Δ. και ο Κυρ. Μητσοτάκης έχουν μπροστά τους τρία χρόνια να κυβερνήσουν. Γι’ αυτό άλλωστε δεν πέρασε και το δίλημμα περί σταθερότητας.

Σαν να μην έφταναν αυτοί οι παράγοντες, η δημόσια συζήτηση και η αντιπαράθεση πέταξαν έξω από την ατζέντα κάθε κρίσιμο δίλημμα από αυτά που θα αντιμετωπίσει η Ε.Ε, άρα και η χώρα και επιπλέον ακόμα και για τα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία η επιδερμικότητα χαρακτήριζε και την τελευταία συζήτηση σε τηλεοπτικό πάνελ. Επομένως, τι να συγκινήσει; Η συζήτηση για το πόθεν έσχες του Στ. Κασσελάκη με την οποία σχεδόν φτάσαμε στη μέρα των εκλογών;

Σ΄ αυτά ας συνυπολογίσουμε και τη βούληση να σταλεί μήνυμα διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση από τα 2/3 των πολιτών αλλά και την αδυναμία των κομμάτων της αντιπολίτευσης να εμφανίσουν κάτι νέο και εναλλακτικό όπως και την παράλληλη θέληση του 20% των ψηφοφόρων των κομμάτων της αντιπολίτευσης να στείλουν μήνυμα διαμαρτυρίας και προς τα κόμματά τους. Γιατί να φαίνεται επομένως περίεργο ότι 1.211.607 επιπλέον σε σχέση πέρυσι πολίτες δεν ψήφισαν; Όλα συντελούσαν σ’ αυτή την κατεύθυνση και σ’ αυτό βοήθησαν όλα τα κόμματα.

Μόνο που από αυτό προκύπτει ένα απλό συμπέρασμα: Ας μην ψάχνουμε σ’ αυτούς τίποτα «περίεργους» ή αντισυστημικούς». Ας δούμε πολίτες που ήθελαν να στείλουν μήνυμα προς διάφορες κατευθύνσεις και δεν μπορούσαν να βρουν τρόπο έκφρασης, πολιτική εκπροσώπηση, επιλέγοντας την αποχή αφού κανένας δεν τους άρεσε. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα πλην ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΥΣΗΣ απώλεσαν με όχι τεράστιες διαφοροποιήσεις αναλογικά ψήφους.

Η παραπάνω περιγραφή δεν αποτελεί άλλοθι ή ελαφρυντικό για κανένα ούτε μείωση της σοβαρότητας βασικών συμπερασμάτων. Η κυβέρνηση υπέστη ήττα, δέχτηκε ηχηρό μήνυμα. Η Ν.Δ. έχασε κοντά 1 εκατ. ψηφοφόρους και το 41% δεν υπάρχει πια ως σημείο αναφοράς, ενώ υπάρχουν σημάδια διατάραξης της κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας που το έφερε σαν θριαμβευτικό αποτέλεσμα πέρυσι. Σε μεγάλο βαθμό ήταν αναμενόμενο.

Η δεύτερη θητεία της κυβέρνησης παρουσίαζε σοβαρά προβλήματα. Σε καμία έρευνα της OPINION POLL τον τελευταίο χρόνο, η συνολική αξιολόγηση του έργου της κυβέρνησης δεν ξεπερνούσε το 30% – 31%. Σε κρίσιμα θέματα που βρίσκονταν υψηλά στις προτεραιότητες των πολιτών (ακρίβεια, ασφάλεια, κατάσταση του Ε.Σ.Υ κ.λπ.) συχνά οι επιδόσεις κυμαίνονταν από 15%-17%! Εδώ βρίσκεται το πρόβλημα που ανέδειξαν οι κάλπες.

Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο η κυβέρνηση πρέπει να κάνει restart. Πριν από όλα στην Πολιτική κρίνεται η αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των πολιτών. Άρα χρειάζονται τομές, μεταρρυθμίσεις, αλλαγές που να φέρνουν αποτέλεσμα. Ας εξηγηθούμε κιόλας: αυτά στην Ελλάδα και παντού φέρνουν και κόστος άλλοτε πρόσκαιρο, άλλοτε και σταθερό, αλλά δεν προχωράει αλλιώς μια κοινωνία, μια χώρα.

Δεν μπορεί να μιλάμε για τη φορολόγηση και ταυτόχρονα να αναρωτιόμαστε γιατί πάρθηκαν μέτρα για τους ελεύθερους επαγγελματίες. Ούτε να αναδεικνυόμαστε υπέρμαχοι ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μετά τις κάλπες οι ίδιοι να λέμε «μα γιατί δεν έφερε τον γάμο των ομόφυλων μετά τις Εκλογές».

Η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει σε βαθιές τομές γιατί πολύ απλά αλλιώς δεν αλλάζει ούτε η κατάσταση στα Νοσοκομεία, ούτε η προβληματική μόρφωση που παίρνουν τα παιδιά μας στα σχολεία, ούτε η αποτελεσματικότητα του Δημόσιου Τομέα. Αυτή είναι και η συζήτηση που πρέπει να γίνει και όχι η γενικόλογη συζήτηση για το αν η ΝΔ έχασε προς τα δεξιά ή προς το Κέντρο. Άλλωστε σ’ αυτό δίνει απάντηση η σύγκριση των exit poll πέρυσι και φέτος. Σύμφωνα μ’ αυτά στους αυτοκαθοριζόμενους ως δεξιοί υπήρχε απώλεια 11.7% (από 84.9% σε 73.2%), στους Κεντροδεξιούς 14.7% (από 83.3% σε 68.6%) και στους Κεντρώους 13.9% (από 35.4% σε 21.5%).

Αυτά είναι τα στοιχεία και νομίζω ότι είναι αποκαλυπτικά, αφού διαψεύδει μια ακατανόητη προεκλογική συζήτηση περί μεγάλης ζημιάς μόνο προς τα δεξιά τουλάχιστον στη διάσταση που δόθηκε. Αντίθετα, φαίνονταν και φαίνονται σοβαρά ρήγματα στο ευρύτερο κεντρώο ακροατήριο.

Το τρομερό είναι πως τη στιγμή που η κυβέρνηση βρισκόταν σε μια πολύ δύσκολη συζήτηση και έχανε 1 εκατ. ψηφοφόρους, η Κεντροαριστερή Αντιπολίτευση έδειχνε ανήμπορη και όμηρος μιας αδιέξοδης, μηδενιστικής και ισοπεδωτικής αντιπολιτευτικής που την καθιστούσε αδύναμη να αποκομίσει το παραμικρό όφελος. Μάλιστα όχι μόνο αυτό. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε 337.880 ψηφοφόρους και το ΠΑΣΟΚ 109.086, αθροιστικά 446.966 ψηφοφόρους.

Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το ΠΑΣΟΚ απέτυχαν απέναντι σε κάθε στόχο που έβαλαν και αυτό φέρνει τα δύο κόμματα μπροστά σε προβλήματα και αδιέξοδα, μπροστά στην ευθύνη να εξηγήσουν αυτή την αδυναμία και να δείξουν τόλμη για αλλαγή. Το άθροισμα των ποσοστών και των δύο δε υπολείπεται του ποσοστού της Ν.Δ. Είναι νωρίς βέβαια, αλλά οι πρώτες δηλώσεις το λιγότερο δεν δείχνουν γρήγορα αντανακλαστικά, ενώ υπάρχει ανακίνηση της συζήτησης περί συνεργασίας των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς, κάτι για το οποίο φαίνεται να μην υπάρχει καμία ιδεολογική, πολιτική, προγραμματική προϋπόθεση, εκτός και αν θεωρείται προϋπόθεση ο αντιμητσοτακισμός και μόνο. Μόνο που αυτό δεν συνιστά εναλλακτική κυβερνητική πρόταση.

Τέλος, για τις δυνάμεις της πέραν της Ν.Δ. Δεξιάς, ας προσγειώσουμε λίγο τη συζήτηση. Κατ’ αρχάς, δεν υπάρχει καμία σχέση με πολιτικά φαινόμενα που βλέπουμε σε χώρες της Ε.Ε όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία, η Ισπανία κ.ά. Αν δε δούμε το άθροισμα ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΥΣΗΣ, ΝΙΚΗΣ, ΦΩΝΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ και ΠΑΤΡΙΩΤΩΝ και βέβαια συμπεριλάβουμε και τους ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ στο περυσινό άθροισμα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πέρυσι συγκέντρωσαν 716.742 ψήφους και 13.75% και φέτος 720.154 ψήφους και συνολικό ποσοστό 18.12%. Επομένως, μιλάμε για αύξηση 3.412 ψήφων και 4.37%.

Αυτή είναι η προσγειωμένη εικόνα που δεν δείχνει και κάποια φοβερή δυναμική, χωρίς να συστήνεται και κάποιος εφησυχασμός. Αξίζει δε να τονιστεί, ότι αν σε σειρά Νομών στη Βόρεια Ελλάδα (Πέλλα, Πιερία, Ημαθία, Κιλκίς, Β΄ Θεσσαλονίκη, Σέρρες, Έβρος, Δράμα Χαλκιδική κλπ.) δεν είχαμε άθροισμα ποσοστών από 25% έως και 29%, τότε θα είχαμε και πανελλαδικά πιο χαμηλά ποσοστά.

Αυτή είναι η εικόνα των αποτελεσμάτων. Καλό είναι αυτά τα μηνύματα να τα λάβουν σοβαρά οι αποδέκτες και ακόμα καλύτερο η ερμηνεία των αποτελεσμάτων να γίνει με βάση τα στοιχεία και όχι την άποψη που έχει η κάθε ηγεσία στην προσπάθειά της συχνά να ωραιοποιήσει τα συμπεράσματα.

* O Zαχαρίας Ζούπης είναι πολιτικός αναλυτής, διευθυντής ερευνών της Opinion Poll

Πηγή: liberal.gr